Νέα Καρυά 3-4-2014
Ονομάζομαι Χρυσαλίδης Βασίλειος και γεννήθηκα στο Καρά-Μπέη
το 1935. Ο πατέρα μου Ανδρέας γεννήθηκε
στη Βιζώ (Βιζύη) της Ανατολικής Θράκης το 1903 και η μητέρα μου Αναστασία του
γένους Καμτσικλή γεννήθηκε το 1907 στη Μαγκριώτισσα της Ανατολικής Σαράντα
Εκκλησιών. Απ' ότι άκουγα από τον πατέρα μου, ήρθαν εδώ στην περιοχή του Νέστου
στο Μπέτζιλη για πρώτη φορά το 1914 και μείνανε εκεί όταν ήταν παιδί. Δεν είχαν
τα προς το ζην εδώ και επέστρεψαν το 1918 πίσω, όταν ομαλοποιήθηκαν κάπως τα
πράγματα. Το ΄22 με τον γενικό ξεσηκωμό έφυγαν οριστικά από την πατρίδα.
εκδιώχτηκαν, τους ανάγκασαν με διάφορους τρόπους να φύγουν από εκεί. Η μητέρα
μου το 1914 με τους δικούς της στην πρώτη προσφυγιά εγκαταστάθηκαν σε ένα χωριό
έξω από τη Θεσσαλονίκη, στην Μπάλτσα (Μελισσοχώρι) προς τη μεριά της Νέας
Σάντας, για λίγο διάστημα. Έπειτα γύρισαν πάλι πίσω.
Το 1922 πρόσφυγες πια, έρχονται, του πατέρα μου η
οικογένεια και εγκαθίστανται στη Δρυμούσα (Μπέτζιλη). Τους δίνουν χωράφια,
φτιάχνουν με πρόχειρες κατασκευές σπίτια. Όταν ολοκληρώθηκε η εγκατάσταση των
προσφύγων, κάποιοι συγγενείς ήρθαν στο Καρά-Μπέη. Τα χωράφια ήταν περισσότερα
και έμειναν μόνιμα εδώ.
Η μάνα μου ήρθαν κατευθείαν στο Καρά-Μπέη, ο πατέρας της
είχε πεθάνει, ήρθε με τα αδέρφια της μάνας της. Τα αδέρφια της έμειναν ένα δυο
χρόνια και στη συνέχεια έφυγαν μόνιμα για την Ξυλοκερατιά στο Κικλίς. Το κλίμα
εκεί ήταν πιο ξηρό, στεγνό. Εδώ ήταν βάλτα, υγρασία, ο κόσμος αρρώσταινε από
ελονοσία, πέθαιναν παιδιά.
Οι γονείς μου παντρεύονται το 1927. Μένανε στο μαχαλά των
Καραμπιωτών, δυτικά δίπλα στην πλατεία. Μπροστά μας ήταν το σχολείο, απέναντι
από την είσοδό του. Εκατό μέτρα μετά το σχολείο ήταν η κοινότητα του χωριού. Το
σπίτι τους ήταν διώροφο, το έχτισαν μόνοι τους, αφού παντρεύτηκαν. Θεμέλια
πέτρινα, ντουβάρια χτισμένα με τούβλα και με κεραμοσκεπή. Τα διώροφα σπίτια του
χωριού μας ήταν μετρημένα στα δάχτυλα. Στον δικό μας τον μαχαλά εκτός από το
σπίτι μας, ήταν του Μητρούδη του Βασίλη και του Νικηφορίδη του Χρήστου. Στα
Καρυώτικα, του Γεωργουλά και του Αριστείδη του Πουλουκτσή.
Οι γονείς μου ήταν πολύ εργατικοί. Είχαν πολλά πρόβατα,
διακόσια και, και αρκετά χωράφια. Έτσι
κατόρθωσαν και έκαναν πολύ καλό σπίτι, δούλευαν πολύ. Το 1929 έκανε μεγάλη
βαρυχειμωνιά και ψόφησαν πολλά πρόβατα, κυρίως τα νεαρά. Πάλι ξανά από την
αρχή, να δημιουργήσουν το κοπάδι που είχαν. Το 1932 έγινε η πρώτη διανομή,
πήραν κλήρο όλοι οι κάτοικοι. Μέχρι τότε ήταν ανεξέλεγκτα, όπου ήθελε ο καθένας
πήγαινε και έσκαβε εκτάσεις.
Είμαι το τέταρτο παιδί στη σειρά σε σύνολο έξι. Άλλα δυο
είχαν πεθάνει μωρά. Κάθε οικογένεια έκανε έξι με οχτώ παιδιά τότε. Ο μεγάλος μου αδερφός γεννήθηκε το 1930, η
αδερφή μου το 1932, ο δεύτερος αδερφός το 1934, εγώ το 1935 και οι μικρές μου
αδερφές το 1938 και 1944. Τα μεγαλύτερα αδέρφια μου πέθαναν, όλοι τους, το 2012 μέσα σε εννιά μήνες.
Τάξη Δ΄ 1946-47- Παλιό χωριό |
Παλιό χωριό... Έζησα από το 1935 ως το 1948 που φύγαμε και
εγκατασταθήκαμε στο νέο οικισμό. Στο κέντρο του χωριού ήταν η πλατεία. Στον
πάνω (Βόρεια) συνοικισμό ήταν ο μαχαλάς των Καρυωτών, όλοι τους από την Καρυά
της Ανατολικής Θράκης. Στον κάτω
συνοικισμό (νότια) ο μαχαλάς των Καραμπιωτών, πρόσφυγες από διάφορα χωριά της
Ανατολικής Θράκης. Γύρω από την πλατεία , η κοινότητα, τα καφενεία, τα λίγα
μαγαζιά, φούρνος, κρεοπωλείο, μπακάλικο, κουρείο.. Στη μέση μια μεγάλη μουριά.
Η εκκλησία του χωριού ήταν στον πάνω μαχαλά σε μικρή απόσταση από την πλατεία.
Από την πλατεία ξεκινούσαν διάφοροι δρόμοι προς τα γύρω χωριά, Χρυσοχώρι,
Τόιλαρ, Χαιδευτό, Μονστηράκι.. Ο Μεγάλος και φαρδύς δρόμος που οδηγούσε προς τη
μεριά του Χαϊδευτού λέγονταν αγελαριά. Από αυτόν περνούσε πρωί-απόγευμα η αγέλη
των ζώων που πήγαιναν στα λιβάδια για βοσκή. Θυμάμαι επίσης το τυροκομείο του
Πελτέκη, είχε και κρεοπωλείο, τον μύλο των Πουλουκτσαίων. Στη μεγάλη μουριά στο
κέντρο της πλατείας, όλοι γύρω γύρω είχαν δικαιώμα να βγάζουν καρέκλες και
τραπέζια για να κάθεται ο κόσμος. Η πλατεία ήταν πιο περιορισμένη, πιο μικρή
από τη σημερινή. Μπροστά από την πλατεία γίνονταν η παρέλαση της 25ης Μαρτίου.
Παλαίστρα...
Έθιμο που το έφεραν οι πρόσφυγες από την πατρίδα. Τότε ήταν
καλή η παλαίστρα. Έρχονταν πεχλιβάνηδες από απέναντι (τα χωριά της Ξάνθης
κυρίως)με τα κιοσπέτια και πολύς κόσμος με τα κάρα και διανυκτέρευαν στις αυλές
των σπιτιών μας. Μέρες κρατούσε το
πανηγύρι. Μια βδομάδα πανηγύρι είχαμε. Πάλευε τότε και ο πατέρας του Σαμπρί, ο
Αχμέτ, ήταν πολύ φίλοι με τον πατέρα μου. Από το χωριό πάλευε ο Ορτακτσής ο
Σταύρος και ο γιος του Βασίλης. Περίφραζαν ένα κύκλο με σκοινιά και εκεί
γίνονταν οι αγώνες. Τόσος ήταν ο κόσμος που παρακολουθούσε την πάλη, που εμείς
τα παιδιά και να θέλαμε να δούμε δεν μπορούσαμε. Το χωριό εκτός την παλαίστρα
μεγάλη τρέλα είχε και με τα καρναβάλια. Βέβαια όχι όπως γίνονται σήμερα. Τότε
μασκαρεύονταν με παλιά ρούχα και περνούσαν τα βράδια από σπίτι σε σπίτι. Λέγανε
αστεία, τραγουδούσαν, διασκέδαζαν.
Ο πατέρας μου ο Καπετάν Ανδρέας. Το 1940 μας πήρε και μας
έβαλε σε ένα καΐκι στην Κεραμωτή για να πάμε στο Ραχώνι στη Θάσο να γλιτώσουμε
από τους Γερμανούς. Αυτοί όμως φτάσανε πιο μπροστά από μας με τις μηχανοκίνητες
βάρκες τους. Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο
όσοι είχαν καταφύγει στη Θάσο είχαν γλιτώσει. Δεν είχαν τότε τα μέσα οι
κατακτητές να περάσουν απέναντι. Τώρα όμως οι Γερμανοί πήγαν πιο μπροστά από
μας. Έτσι γυρίσαμε πίσω στο χωριό. Είχαμε εγκαταλείψει την περιουσία μας και
κάποιοι δυστυχώς είχαν προλάβει να κάνουν πλιάτσικο. Μετά ήρθαν οι Βούλγαροι. Η
περίοδος της βουλγαρικής κατοχής ήταν πολύ σκληρή για όλους, ιδιαίτερα για τους
άντρες. Συχνά αναγκαστικά με τη βία τους μάζευαν, τους έδερναν, τους βασάνιζαν,
κάποιοι πέθαναν απ' αυτά. άλλους τους έπαιρναν ντουρντουβάκια και τους έστελναν
στη Βουλγαρία. Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να το δεχτεί αυτό. Κάποιοι μάλιστα
τον κατηγόρησαν στους Βουλγάρους ότι έχει όπλο κρυμμένο στο σπίτι. το
πληροφορήθηκε από κάποιον συγχωριανό του, " Αντρέα, πρόσεχε, σε
κατηγόρησαν ότι έχεις όπλο στο σπίτι και θα έρθουν να σε συλλάβουν".
Εκείνο το βράδυ για να γλιτώσει πήγε στα παχνιά στο στάβλο τους. Εκεί που
κρύβαν το σιτάρι, μπήκε μέσα στο κενό. Η μάνα μου έριξε άχυρο και τροφή από
πάνω να τρώνε τα ζώα για να μην τον βρούνε οι Βούλγαροι. Ήρθαν, άρχισαν να
ψάχνουν, απειλούσαν τη μητέρα μου. Έψαξαν το σπίτι, έψαξαν τον στάβλο, έψαξαν
παντού. Ο πατέρας μου πού να βγάλει τσιμουδιά. Η μάνα μου δικαιολογήθηκε ότι ο
πατέρας μου είχε πάει σε κάποιο διπλανό χωριό για να αγοράσει ζώα, γι' αυτό
έλειπε. Τα μεσάνυχτα βεβαιώθηκε ότι έφυγαν, ο πατέρας μου βγήκε, ετοιμάστηκε,
πήρε το όπλο του και έφυγε για το Κοτζά Ορμάν. Μπήκε στο δάσος κι από εκεί
άρχισε η ταλαιπωρία. Ήταν ο πρώτος που έφυγε από το χωριό. Εκεί συναντήθηκε με
τρεις τέσσερις άλλους από άλλα χωριά κι έκαναν μια ομάδα. Επειδή γνώριζε καλά
τα μέρη του δάσους, ήταν και κυνηγός, οι υπόλοιποι τον ανέδειξαν
αρχηγό-καπετάνιο. Έτσι άρχισαν! Αργότερα
έγιναν περισσότεροι. Πολλοί από το χωριό
μόλις έβρισκαν τα ζόρια πήγαιναν μαζί με τους αντάρτες. Στην αρχή όταν ήταν
ακόμη λίγοι, δεν μπορούσαν να ζήσουν εκεί και πήγαν προς το Μοναστηράκι κατά τη
θάλασσα. Τους πήρε ένας βαρκάρης και τους έβγαλε τα ξημερώματα στην Ιερισσό.
Τους έβγαλε και τους άφησε σε ένα νησάκι, ξαναγύρισε όμως όταν
αντιλήφθηκε ότι έκανε λάθος, τους ξαναπήρε και τους άφησε στη στεριά. Από εκεί
με τα πόδια πήγε στην Ξυλοκερατιά κοντά στη Νέα Σάντα όπου τον φιλοξένησαν οι
συγγενείς του. Έμεινε λίγες μέρες μόνο και με τα πόδια, με μεγάλες προφυλάξεις,
από τα βουνά και μόνο νύχτα γύρισε στα μέρη μας. Η οικογένεια του ήταν εδώ,
αγνοούσε την τύχη της και επέστρεψε. Κατέληξε πάλι στο Κοτζά Ορμάν. Οι αντάρτες
είχαν αυξηθεί και τότε δημιούργησε το δικό τους καπετανάτο, όχι μόνο από τη Νέα
Καρυά, αλλά και από άλλα μέρη. Ήταν Γενάρης του 1943. Οι Βούλγαροι τους
αντάρτες τους έλεγαν "κομήτες".
Το φθινόπωρο του 1943 βουλγαρικός
στρατός εγκαταστάθηκε στο σπίτι μας. Εμείς με τη μάνα και τα αδέρφια μου στον
πάνω όροφο και αυτοί στον κάτω. Τον Σεπτέμβριο είχαν φέρει πολύ στρατό. Πέντε
χιλιάδες στρατιώτες με όλμους για να καταστρέψουν τα λημέρια των ανταρτών. Το
Κοτζά Ορμάν ήταν πάρα πολύ σφιχτό και πυκνό, αδιάβατο. Όποιος έμπαινε μέσα και
δεν το ήξερε δεν μπορούσε να βγει, χάνονταν. Οι Βούλγαροι δεν κατάφερα να
πετύχουν τίποτα. Οι αντάρτες τραβήχτηκαν σε απρόσιτα μέρη κι έτσι δεν μπόρεσαν
να τους εξοντώσουν. Τους έκαναν όμως ζημιά γιατί βρήκαν πολλά λημέρια και
πηγάδια που είχαν για νερό και τα κατέστρεψαν. Οι κάτοικοι ενίσχυαν με τρόφιμα τους αντάρτες,
τους τροφοδοτούσαν. Φυσικά έπαιρναν και από κτηνοτρόφους κάποια ζώα για να
μπορέσουν να συντηρηθούν. Όλο αυτό το διάστημα όσες φορές διαπίστωνε ότι
μπορούσε να έρθει με ασφάλεια, ερχόταν τη νύχτα να μας δει. Εγώ σε θυμάμαι να
τον είδα νύχτα, η μάνα μας δε μας ξυπνούσε για λόγους ασφαλείας και δική μας
και δική του. Το καπετανάτο του Καπετάν Ανδρέα κάποια στιγμή συνεργάζεται μα
την ομάδα του καπετάν Βαγγέλη από το Τόιλαρ. Είχαν επαφές, συνεννοούνταν.
Μπορεί η έδρα να ήταν το Κοτζά Ορμάν, αλλά νύχτα ανέβαιναν πάνω από τους
Τοξώτες, στα βουνά. Οι Εγγλέζοι με τα
αεροπλάνα τους καθόριζαν μια περιοχή και τους έκαναν ρίψεις τροφίμων και
πολεμοφοδίων. Στον Νικηφόρο της Δράμας είχαν εμπλακεί σε μια μάχη με τους
Βουλγάρους και σώθηκαν από θαύμα. Τους εγκλώβισαν σε κάποια στενά μονοπάτια,
αλλά κατάφεραν να ξεφύγουν. Είχαν πολλές απώλειες εκεί, πολλοί σκοτώθηκαν. Οι Βούλγαροι
τον σέβονταν. Οι οδηγίες του προς τους χωριανούς ήταν να μην πειράζουν
Βουλγάρους, γιατί αν σκότωναν έναν, αυτοί για αντεκδίκηση σκότωναν δέκα. Κύριο
μέλημά του ήταν να μην πάθει κανείς τίποτα από το χωριό. Την εποχή που πρόεδρος στο χωριό ήταν ο
Τσιτάκωφ, καλός άνθρωπος, αγαπούσε τους κατοίκους, είχε σχέσει με αυτόν για το
καλό των συγχωριανών. Ο Τσιτάκωφ ζήτησε να πάει μέσα στο Κοτζά Ορμάν και τον
επισκέφθηκε στο λημέρι του, πάντοτε με όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις. Την
όλη κατάσταση την χειρίστηκε καλά και δεν κινδύνεψε το χωριό. Το Τόιλαρ οι
Βούλγαροι το έκαψαν. Στις 16 Φλεβάρη του
'44 μας έκαψαν οι Βούλγαροι το σπίτι. Νύχτα με πενήντα πόντους χιόνι μας
έβγαλαν με αυτά που φορούσαμε μόνον και έκαψαν το σπίτι μας. Αυτή την εντολή
είχαν. Μπήκαν κάποιοι Βούλγαροι έκαναν πλιάτσικο ότι μπορούσαν και το πρωί έβαλαν
φωτιά. Εμείς το βλέπαμε να καίγεται. Κάηκαν τα πατώματα και η σκεπή. έμειναν
μόνο τα ντουβάρια. Λίγες μέρες αργότερα γκρέμισαν και τους τοίχους, έριξαν τα
ντουβάρια και τα πήγαν στην Κεραμωτή για να μην μπορέσουμε να ξαναχτίσουμε το
σπίτι. Μας πήρε στο σπίτι του ο θείος
μου ο Χρυσέλης Χρυσαλίδης, αδερφός του μπαμπά μου. Μείναμε εκεί ένα μήνα και
μετά πήγαμε για έξι μήνες στις Πηγές στην αδερφή του πατέρα μου. Έπειτα
ξαναγυρίσαμε στο χωριό και κάναμε ένα πρόχειρο σπίτι με τσατμά. Το '44 τον
Σεπτέμβρη όταν έφυγαν και οι τελευταίοι Βούλγαροι και απελευθερωθήκαμε, ο
πατέρας μου επέστρεψε στο σπίτι. Τον θυμάμαι πάνω στο κόκκινο άλογο με τα
τσαπράζια, καμαρωτό και χαρούμενο.
Σχολείο...
Πήγα μεγάλος το 1944 στην πρώτη τάξη. Το 1945 πήγαμε να
μείνουμε στις Πηγές. Σε μια χρονιά πέρασα δύο τάξεις μαζί. Εκεί τελείωσα την
τρίτη τάξη. Δάσκαλο είχαμε τον Παπατσώτσο. Αυτός έκανε δάσκαλος και στο παλιό
χωριό. Τετάρτη και πέμπτη τάξη έκανα στο
παλιό χωριό (Καρά Μπέη). Στην τετάρτη το είχα δασκάλα την Γεωργία Κρομμύδου από
την Καβάλα, κοινοτική δασκάλα. Στην πέμπτη δάσκαλο είχα τον Αριστείδη Γανίτη,
κοινοτικός δάσκαλος κι αυτός από την Καβάλα. Στην πέμπτη τέσσερις μαθητές ήταν
όλοι κι όλοι και μάλιστα μεγάλη σε ηλικία. Θυμάμαι και τον κοινοτικό δάσκαλο
κύριο Φαμφάνη. Οι υπόλοιποι μαθητές φοιτούσαν στο σχολείο στο νέο χωριό. Έκτη
τάξη 1948-1949 φοίτησα και ολοκλήρωσα εδώ στον νέο οικισμό, γιατί
εγκατασταθήκαμε οικογενειακώς εδώ.
Δασκάλα είχαμε την κυρία Άννα (Σιώκη). Άλλοι δάσκαλοι στο νέο χωριό
εκείνη την εποχή η κυρία Πόπη και ο κύριος Γιάννης Δημόπουλος. Πρόλαβα και
φοίτησα στο σχολείο με τα πλοκάδια. Το άλλο είχε ήδη ξεκινήσει. Το έκτιζε ο εποικισμός
Το κτίριο, αυτό το πρόχειρο, ήταν ένας ενιαίος χώρος, ένα μόνο δωμάτιο. Στην
ίδια αίθουσα χωρίζονταν τα τμήματα ανά δύο τάξεις. Ήταν μεγάλη η αίθουσα,
τέσσερα με πέντε μέτρα φάρδος και γύρω στα δέκα μέτρα μήκος. Κάτω δεν είχε
πάτωμα, ήταν χώμα, τα πλαϊνά σοβαντισμένο με λάσπη. Η σκεπή ήταν με κεραμίδια. Το
ύψος δεν ξεπερνούσε τα τρία μέτρα. Ήταν εκεί που βρίσκεται σήμερα το Αγροτικό
Κέντρο και η είσοδός του ήταν προς τα δυτικά. Αυτό το πρόχειρο κτίσμα για τα
επόμενα χρόνια λειτούργησε ως μαγειρείο για την παρασκευή του μαθητικού
συσσιτίου. Κάθε πρωί πηγαίναμε με τον τσίγκινο μαστραπά και μας έβαζε γάλα η
κυρά Δέσποινα Κυριαζή, η μαγείρισσα. Λίγα λόγια για τους δασκάλους εκείνης της
εποχής. Η κυρία Άννα ήταν καλή, δεν ήταν αυστηρή. Η κυρία Πόπη πετούσε το
χάρακα και όποιον έπαιρνε η μπόρα. Και ο Δημόπουλος ήταν καλός. Το σχολείο τότε
είχε πάρα πολλά παιδιά. Στα θρανία καθόμασταν ανά τρεις, ήταν μεγάλα.
Το απολυτήριο το πήρα από το καινούριο σχολείο. Πρόλαβα και
φοίτησα σε αυτό λίγους μήνες, ολοκληρώθηκε η κατασκευή του τέλος του 1948. Το
καινούριο σχολείο ήταν πολύ όμορφο με πατωσιά σανιδένια, ο Σκράπαρης από τη
Χρυσούπολη την είχε κάνει. Ήταν πολύ φωτεινό με πολλά παράθυρα προς τον νότο. Η
είσοδός τους ήταν από το βορρά. Χαρήκαμε που μπήκαμε σ' αυτό. Έμοιαζε αρκετά με
το διδακτήριο του παλιού χωριού. Η μόνη διαφορά ότι στο παλιό ή είσοδος ήταν
ανατολικά, σε αυτό βόρεια.
Από βιβλία είχαμε μόνο αναγνωστικό. Στα άλλα μαθήματα ότι
προλαβαίναμε και αντιγράφαμε από τον πίνακα. Εκδρομές πηγαίναμε στα γύρω χωριά,
κυρίως Πηγές και Χρυσοχώρι. Και αυτοί έρχονταν σε μας. Αυτές ήταν οι εκδρομές
μας. Άλλες φορές συναντιόμασταν ενδιάμεσα στα χωριά σε κάτι μεγάλα καραγάτσια.
και στο παλιό χωριό πηγαίναμε. Γυμνάσιο δεν πήγα. Οι καταστάσεις εκείνη την
εποχή ήταν δύσκολες. Υπήρχε φτώχεια και δεν μπόρεσα να πάω στη Χρυσούπολη στο
γυμνάσιο. Εδώ που τα λέμε οι μπαμπάδες μας μάς ήθελαν στα χωράφια, να
δουλεύουμε γι' αυτό δεν μας έστελναν. Θεωρούσαν το γυμνάσιο πολυτέλεια.
Πλημμύρες...
Ήμουν μεγάλο παιδί, δέκα-έντεκα χρονών
το '45-'46 και θυμάμαι καλά τις πλημμύρες. Τις ζήσαμε, πηγαίναμε από κοντά και
βλέπαμε το ποτάμι να παρασέρνει δέντρα ολόκληρα, λεύκες πελώριες μέσα στο
χωριό. Χαζεύαμε από τη θέση του σχολείου όταν το ποτάμι έφαγε τη μισή πλατεία.
Μου έμεινε η εικόνα που δεν βγαίνει από το μυαλό μου εκείνα τα τεράστια κύματα.
Έλιωναν τα χιόνια, πολλά χιόνια εκείνα τα χρόνια, από τη Βουλγαρία και ο Νέστος
κατέβαζε πολύ νερό. Το ποτάμι ήρθε μέσα στο χωριό. Παρέσυρε το μισό χωριό.
Αδέσποτο το ποτάμι, όπως έβρισκε κατηφόρα πήγαινε προς τη θάλασσα, έφτιαχνε
ρέματα και κατέστρεψε σπίτια και χωράφια. Θυμάμαι πως από τα πρώτα που πήρε
ήταν το διώροφο σπίτι του Γεωργουλά του Θανάση, που βρίσκονταν βορειοανατολικά
από τα τελευταία στην άκρη του χωριού. Τουλάχιστον προλάβαινε ο κόσμος και
έβγαζε τα πράγματά τους, έπαιρναν τα ζώα και ότι άλλο μπορούσαν να περισώσουν.
Τεράστια η βοή από την ορμή και τη δύναμη του νερού. Το νερό σταμάτησε στην
εκκλησία, έστριψε, την άφησε ανέπαφη λες και έγινε θαύμα. Η εκκλησία μας
προστάτεψε εμάς που κατοικούσαμε στο Καραμπιώτικο μαχαλά. Αν έπαιρνε και την
εκκλησία θα παράσερνε και το δικό μας μαχαλά. Μας προστάτεψε η Παναγία. Οι
πλημμυροπαθείς εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, άλλοι πήγαν σε συγγενείς, άλλοι στα
"Πεντακόσια", άλλοι σε γειτονικά χωριά. Στην αρχή υπήρξε σκέψη να
μεταφερθεί το χωριό στα Πεντακόσια. Όμως
επειδή υπήρχε ο φόβος των πλημμυρών, επιλέχθηκε η σημερινή θέση, πέρα από το
δημόσιο δρόμο Χρυσούπολης-Κεραμωτής, για λόγους ασφαλείας. Θα τους προστάτευε
το ανάχωμα, αλλά να είναι και κεντρικά πάνω στο δρόμο. Εμείς ήρθαμε στον νέο
οικισμό από τους τελευταίους. Το κράτος έκανε παράγκες με πισσόχαρτο. Μας
έδωσαν και μείναμε για έξι μήνες. Μοιράστηκαν τα οικόπεδα και χτίσαμε ένα
δωμάτιο και έναν στάβλο για τα ζώα μας και την περάσαμε έναν χειμώνα.
Μετά το κράτος όσοι ήταν πυροπαθείς και πλημμυροπαθείς τους έχτισε σπίτια και τα μοίρασε με κλήρωση. Το 1968 γκρεμίζω το σπίτι του εποικισμού για να χτίσω το καινούριο που υπάρχει ως σήμερα και διαμένω. Είχαμε δίπλα μας τον Αϊ -Γιάννη, το γήπεδο ποδοσφαίρου, το σχολείο, την πλατεία, την κοινότητα. Το 1955 ήρθε στο χωρίο το ηλεκτρικό ρεύμα. Το υδραγωγείο χτίστηκε το 1958. Πρώτος αγροτικός γιατρός ο Θεοδώρου Θεόδωρος, εξέταζε στην κοινότητα. Μετά το 1963-64 έρχεται ως γιατρός ο Γιαννίκης ο Θανάσης. Διετέλεσα και πρόεδρος της κοινότητας από το 1967 ως το 1974. ¨ημουν πολύ φίλος μς τους δασκάλους Καρυοφύλλη Χρήστο και Καρτσιδήμα Σταύρο.
Μετά το κράτος όσοι ήταν πυροπαθείς και πλημμυροπαθείς τους έχτισε σπίτια και τα μοίρασε με κλήρωση. Το 1968 γκρεμίζω το σπίτι του εποικισμού για να χτίσω το καινούριο που υπάρχει ως σήμερα και διαμένω. Είχαμε δίπλα μας τον Αϊ -Γιάννη, το γήπεδο ποδοσφαίρου, το σχολείο, την πλατεία, την κοινότητα. Το 1955 ήρθε στο χωρίο το ηλεκτρικό ρεύμα. Το υδραγωγείο χτίστηκε το 1958. Πρώτος αγροτικός γιατρός ο Θεοδώρου Θεόδωρος, εξέταζε στην κοινότητα. Μετά το 1963-64 έρχεται ως γιατρός ο Γιαννίκης ο Θανάσης. Διετέλεσα και πρόεδρος της κοινότητας από το 1967 ως το 1974. ¨ημουν πολύ φίλος μς τους δασκάλους Καρυοφύλλη Χρήστο και Καρτσιδήμα Σταύρο.
Στη σημερινή τοποθεσία τα χωράφια ήταν κλήρος της Νέας
Καρυάς. Έγινε απαλλοτρίωση για να εγκατασταθεί το χωριό και τα χωράφια
αντικαταστάθηκαν και δόθηκαν στους δικαιούχους σε νέα τοποθεσία.
Νέα Καρυά 7 Απριλίου 2014.
Χρυσαλίδης Βασίλειος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου