Γεννήθηκα το 1941 στο παλιό χωριό. Ο πατέρας μου Απόστολος
κατάγονταν από τα Άβδηρα και η μητέρα μου Δέσποινα από την Καρυά της Ανατολικής
Θράκης. Η μητέρα μου δεκατριών ετών
αρχικά πήγαν στον Βόλο, μετά στη Λάρισα και τελικά κατέληξαν εδώ στο Καρά-Μπέη.
Έτσι λέγανε τότε τον οικισμό. Φύγανε από
την πατρίδα, δεν πήρανε τίποτα μαζί τους. Ήρθαν με τα πόδια, περάσανε πολλά. Οι
Τούρκοι τους έκαναν σωματικό έλεγχο, ψάχνανε για λίρες. Δυο τρεις λίρες που
είχε η οικογένεια της, η μητέρα της τις έδωσε σε κείνη γιατί ήταν μικρή και δεν
την έψαξαν. Όσους έπιαναν να κρύβουν λίρες σακάτευαν στο ξύλο.
Τα πρώτα χρόνια στο Καρά-Μπέη είχαν πάρα πολλές δυσκολίες.
Οι δικοί μου είχαν χτίσει μόνοι τους το σπίτι, δεν ήταν του εποικισμού. Μέναμε
στο μαχαλά των Καρυωτών κοντά στην εκκλησία του χωριού, πολύ κοντά. Και το δικό
μας σπίτι καταστράφηκε από τις πλημμύρες. Ό,τι σώθηκε, ό,τι υλικά έμειναν τα
μεταφέραμε στο νέο χωριό και χτίσαμε το σπίτι μας εδώ. Ήμασταν από τους πρώτους
που ήρθανε εδώ. Ούτε εδώ μας έδωσαν σπίτι του εποικισμού.
Εμείς, ο Καρέλης Θανάσης και ο Κυριατζής Κωνσταντίνος ήταν
οι οικογένειες, τα τρία πρώτα σπίτια που χτίστηκαν εδώ. Χωράφια ήταν μόνο. Βέβαια,
για εννιά μήνες μείναμε στο Χρυσοχώρι, όπως και πολλοί άλλοι συγχωριανοί,
φιλοξενούμενοι σε σπίτια συγγενών μέχρι να εγκατασταθούμε στο νέο οικισμό.
Από τις πλημμύρες θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά πώς πήρε το ποτάμι το σπίτι του θείου μου,
του πατέρα μου αδερφός, Αντωνίου Κώστα. Είδα το σπίτι του να πέφτει ολόκληρο
μέσα στον ποταμό, διώροφο, το είδα να πέφτει ανάσκελα μέσα στο νερό και να
χάνεται από τα μάτια μας. Όπως πέφτει ένας άνθρωπος ανάσκελα έτσι έγινε και με
το σπίτι. Σαν όνειρο το θυμάμαι, πάρα πολύ καλά. Μου έμεινε χαραγμένο έντονα
στη μνήμη. Για το δικό μας σπίτι δε θυμάμαι.
Ξέχασα να πω πως αρχικά μας φιλοξένησε στο χωριό, για λίγο καιρό ο
Εμμανουηλίδης Συμεών, σε ένα υπόγειο δωμάτιο, που δεν είχε πατωσιά. Εδώ στο νέο
χωριό ήρθαμε το '46.
Σχολείο.. Το δημοτικό το τελείωσα τη σχολική χρονιά 1951-52
με εννιά. Έχω ακόμη το απολυτήριό μου. Ήμουν πολύ καλή μαθήτρια. Όταν
πήγαινα σχολείο είχα τσάντα υφασμάτινη,
παπούτσια δεν είχαμε, φορούσα κάτι γαλάντζια (τσόκαρα). Καλά καλά τετράδια δεν
είχαμε, ούτε βιβλία, το μάθημα το
μαθαίναμε από το δάσκαλο. Πήγα μικρότερη
σχολείο. Ο δάσκαλος Αριστείδης Γανίτης με πήρε πιο μικρή κι έτσι τελείωσα ένα χρόνο νωρίτερα.
Στην Πρώτη και Δευτέρα τάξη είχα δάσκαλο τον κύριο Γανίτη.
Στην Τρίτη και Τετάρτη την κυρία Άννα. Αχ! πόσο μας αγαπούσε! Ήταν καλή δασκάλα, μας πρόσεχε πολύ, λάτρευε
τα παιδιά. ήταν αυστηρή όταν έπρεπε , αλλά δεν έδερνε ποτέ. Ήταν η καλύτερη.
Κατάγονταν από τα Γιάννενα. Στην Πέμπτη και την Έκτη τάξη είχα τη διευθύντρια
του σχολείου, την κυρία Πόπη Ερμείδου. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα ήρθε και
κάποιος κοινοτικός δάσκαλος από την Καβάλα, Κώστα τον έλεγαν, δε θυμάμαι το
επίθετό του. Δάσκαλος στο σχολείο ήταν και ο κύριος Γιάννης Δημόπουλος, δεν
έκανε μάθημα σε μας, αλλά σε κάποια άλλη τάξη. Η κυρία Πόπη με αγαπούσε πολύ.
Μου έλεγε: "Πήγαινε σπίτι μου αν διαβάσεις τα παιδιά μου". Ήταν αυστηρή, κάπου κάπου πετούσε τη βέργα
στα πίσω θρανία στους ζωηρούς. Ήμουν πολύ καλή, αλλά δε σπούδασα. Δεν είχαν οι
δικοί μου κι έτσι δε με έστειλαν στο γυμνάσιο, αν και η κυρία Πόπη είπε στους
γονείς μου να μην με αδικήσουν. Άλλα χρόνια τότε...δύσκολα. Μικρή θυμάμαι το συσσίτιο
που μας έδινα γάλα με λίγο κακάο. Δυο κυρίες έβραζαν σε καζάνια το γάλα,
φέρναμε από το σπίτι το μαστραπά και με μια βαθιά κουτάλα μας τον γέμιζαν.
Οι δρόμοι του χωριού ήταν χάλια, λάσπη, όταν έβρεχε
γινόσουν χάλια. Η πλατεία όταν έβρεξε πλημμύριζε. Αργότερα έριξαν άσφαλτο και
γλιτώσαμε. Στην πλατεία είχε μια τουλούμπα και όλο το χωριό έρχονταν με τις
στάμνες και έπαιρναν νερό. Τουλούμπες είχαμε και στα σπίτια μας για τις άλλες
χρήσεις. Τα οικόπεδα περιφράζονταν με ξύλινα κάγκελα. Το ηλεκτρικό ρεύμα ήρθε
το '55. Θυμάμαι ως τότε κεντούσαμε με την γκαζόλαμπα. Λίγο αργότερα το '57
χτίστηκε το πρώτο υδραγωγείο. Το 1957-58 είχαμε και Πολιτιστικό Σύλλογο. Κάποια
Μαρία Αγαπητού έρχονταν και δίδασκε στις κοπέλες οικοκυρικά. Θυμάμαι ακόμη που
η μητέρα μου μας έφτιαχνε κατσαμάκι, με καλαμποκίσιο αλεύρι και νερό. Το
τσιγάριζε με λάδι και έριχνε από πάνω ζάχαρη. Ήταν το γλυκό της εποχής.
Νέα Καρυά 26 Νοεμβρίου 2013
Μαίρη
Μερσίνογλου -Αντωνίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου