Γεννήθηκα στο παλιό χωριό το 1934. Οι γονείς από την
Ανατολική Θράκη, (Θρακιώτες, πουνταλάδες, ήσυχοι, χωρίς μυαλό, φιλότιμοι). Ο
πατέρας μου από το Κιουπλί, η μητέρα μου από τα Φέρραι. Οι δικοί μου ήρθαν εδώ στο Καρά-Μπέη το 1922. Κιουπλιώτες στην περιοχή υπάρχουν
στο Χρυσοχώρι και σε κάποιο χωριό στα Γιάννενα. Στην Καρυά ήρθε μόνο το σόι
μας. Τρία αδέρφια και τέσσερις αδερφές, μεγαλύτερος ο πατέρας μου. Η γιαγιά του
ήρθε στο Χρυσοχώρι, γιατί ήταν εκεί τα αδέρφια της. Ο εποικισμός του έδωσε σπίτι στο Καρά - Μπέη
και έμειναν εκεί. Θυμάμαι ότι μεγαλώσαμε σε καινούριο σπίτι. Μάλιστα μια κάμαρα
δεν είχε ακόμη πατωσιά. Στην αρχή η δικοί μου έμενα στα ήδη υπάρχοντα σπίτια
των Τούρκων. Οι γονείς ασχολούνταν με τη γεωργία.
Εμείς μέναμε ακριβώς στη μέση του χωριού, δίπλα στην
Κοινότητα. Μας χώριζα ένας δρόμος και ένα οικόπεδο. Η εκκλησία ήταν δυο
οικόπεδα πιο πέρα, το ίδιο και το σχολείο. Στον πάνω μαχαλά μένανε οι Καρυώτες,
ήταν οι περισσότεροι, για αυτό και το χωριό πήρε αυτό το όνομα. Στον κάτω
μαχαλά ήταν κι αυτοί Θρακιώτες, αλλά μαζώματα, από διάφορα μέρη, οι
Καραμπιώτες.
Υπήρχε μεγάλη αντιπαλότητα μεταξύ τους. Πολύ σπάνια
παντρεύονταν οι μεν τους δε, μόνον αν κλέβονταν. Ήμασταν πολύ άγριοι τότε. Εγώ που έμενα στη
μέση του χωριού πότε ήμουν με τον έναν και
πότε με τον άλλον. Οι Καρυώτες ήταν πιο καβγατζήδες. Οι περισσότεροι
ήταν σόι από ένα χωριό και ήταν πιο ενωμένοι. Έπεφτε ξύλο μετά μουσικής. Ο πιο
δυνατός από τα παλικάρια ήταν ο Κώστας ο Καψάλας. Όλοι προσπαθούσαμε να τον
έχουμε φίλο. Όταν ήμασταν δίπλα του κανείς δεν τολμούσε να μας πειράξει.
Στο κέντρο η
πλατεία, περίπου στρόγγυλη, μεγάλη, γύρω γύρω καφενεία, μπακάλικα και κρεοπωλείο.
Στη μέση είχε μια κολόνα που πάνω ήταν το μεγάφωνο της Κοινότητας. Από εκεί
ακούγονταν οι ανακοινώσεις και το ραδιόφωνο. Στο κέντρο της πλατείας ήταν και
το περίπτερο του Ζαμάνη. Επίσης είχαμε και κουρείο.
Το 1940 όταν οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο από το
μεγάφωνο της Κοινότητας ακούγαμε όλοι τα
νέα. "Πήραμε την Κορυτσά, πήραμε το Σαραντάπορο, μπήκαμε στο
Τεπελένι..."
Στο σχολείο πρώτη τάξη πήγα το '40. Δεν προλάβαμε να
κάνουμε μάθημα ούτε ένα μήνα, ξέσπασε ο πόλεμος. Δασκάλα είχαμε κάποια Μαρίκα.
Άλλους δασκάλους θυμάμαι το Ρίζο και τον Ξηροτύρη. Το σχολείο έκλεισε, αργότερα
ήρθαν οι Βούλγαροι. Θυμάμαι έντονα κάποιο περιστατικό. Μεγάλη Παρασκευή του '43
μας έμασαν όλο το χωριό στην κοινότητα απ' έξω. Μας χώρισαν κατά οικογένειες
και στα σκαλοπάτια είχαν στημένο το πολυβόλο για να μας καθαρίσουν. Κάτι είχε
γίνει με τους αντάρτες. Ήρθε όμως ένας Βούλγαρος με μοτοσυκλέτα, έφερε ένα φάκελο, τον παρέδωσε
στον υπεύθυνο και μας άφησαν ελεύθερους. Από το χωριό είχαμε τον Καπετάν Αντρέα
(Χρυσαλίδη) πού ήταν αρχηγός του αντάρτικου και τον καπετάν Βαγγέλη (Καρανάσο)
από το Τόιλαρ. Το Τόιλαρ από τα τελευταία σπίτια των Καρυωτών απείχε ένα
χιλιόμετρο με το ζόρι. Στο διάστημα της κατοχής οι Βούλγαροι στρατιώτες έμεναν
στο σχολείο. Το '43 το Φλεβάρη οι Βούλγαροι έκαψαν μερικά σπίτια ανταρτών ως
αντίποινα.
Ο πόλεμος τελείωσε και το '45 πήγα στο σχολείο. Δάσκαλο
είχαμε τον Αριστείδη Γανίτη, από την Καβάλα, ο οποίος ίδρυσε τον προσκοπισμό.
Αργότερα έγινε και γαμπρός του χωριού. Πήρε τη θυγατέρα του παπα-
Απόστολου(Πουλουκτσή). Πολύ καλός δάσκαλος, αλλά τον αφήναμε συχνά νηστικό. Τα
παιδιά με τη σειρά του πήγαιναν το καθημερινό φαγητό. Κάποια ξεχνιόνταν. Πάντως
έδερνε πολύ. Χαρακτηριστικά, τον συναντούσες το απόγευμα στο δρόμο.
"Καλημέρα δάσκαλε", του λέγαμε. Σε ρωτούσε " 5 Χ 6 πόσο
κάνει;" Αν δεν απαντούσες σωστά καλύτερα να μην πήγαινες δυο μέρες
σχολείο. Σε έβλεπε στο ποτάμι να κολυμπάς, σε κυνηγούσε, σου έπαιρνε τα ρούχα.
Οι γονείς μας τον στήριζαν πάρα πολύ. " Κύριε Νταβή, ο γιος σου δε διάβασε
πάλι". Ένα ξύλο έτρωγα από το δάσκαλο και ένα από τον πατέρα μου.
Το '45-'46 πήγα στη δευτέρα τάξη για λίγους μήνες, με
δάσκαλο το Γανίτη. Την ίδια σχολική χρονιά προβιβάστηκα στην τρίτη με δάσκαλο
τον Παπατσώτσο από τη Γραβούνα. Και οι δυο τους ήταν κοινοτικοί δάσκαλοι. Έτσι
σε μια χρονιά πέρασα δυο τάξεις. Φυσικά πήγαινα στο παλιό χωριό.
Αργότερα ήρθαμε στο νέο χωριό γιατί το ποτάμι πήρε το σπίτι
μας. Ήδη μετά τον πόλεμο το ποτάμι άρχισε να τρώει το χωριό. Το '45 έσπασε το ποτάμι και μέσα σε ένα χειμώνα πήρε
το μισό χωριό. το δικό μας το σπίτι το πήρε το '46. Πήγαμε στον κάτω μαχαλά,
μόνο λίγα σπίτια είχαν καταστραφεί από τις πλημμύρες, και μας φιλοξένησε ο
Δημητρός ο Ζιγνέλης. Μείναμε μέχρι τον Οκτώβρη του '48.
Το '46 -'47συνέχισα να πηγαίνω σχολείο στο παλιό χωριό, το
οποίο λειτουργούσε με κοινοτικούς δασκάλους. Θυμάμαι την Κρεμμύδου Γεωργία, τη
Νίνα από τη Χρυσούπολη, τον Φαμφάνη.
Το '47 - '48 ήρθα σχολείο εδώ στο νέο χωριό. Καθημερινά
πηγαινοερχόμουν με τα πόδια από το παλιό χωριό. Το σχολείο αυτό ήταν μια
πρόχειρη κατασκευή, μια αίθουσα όλο κι όλο με βεργιές και πλοκάδια. Οι ίδιοι οι
γονείς μας το έφτιαξαν. Θυμάμαι που και τα παιδιά φέρναμε βέργες από το δάσος.
Στην πέμπτη τάξη είχα δάσκαλο το Δημόπουλο το Γιάννη. Ένα
επεισόδιο ήταν αιτία να εγκαταλείψω το σχολείο. Πλησίαζε 25η Μαρτίου και
προετοιμαζόμασταν για τη γιορτή. Δυο συμμαθητές μας έλεγαν ένα ποίημα. Η κοπέλα
ήταν ψηλή και το αγόρι κοντό. Η παρέα μου γελούσε και κορόιδευε. Εκείνη την ώρα
μπήκε η κυρία Άννα (Σιώκη) η δασκάλα και πρόσβαλλε το δάσκαλο μας Δημόπουλο
Γιάννη για τη συμπεριφορά μας. Ήρθε ο δάσκαλος να με χτυπήσει, του έπιασα τα
χέρια, έγινε φασαρία και για να γλιτώσω πήδηξα από το παράθυρο. Αποτέλεσμα δεν
ξαναπήγα σχολείο. Τελικά αναγκάστηκα αρκετά μεγαλύτερος να φοιτήσω το νυχτερινό
και να πάρω το απολυτήριο το 1955.
Νέα Καρυά 14-11-2013
Νταβής
Δημητρός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου