Γεννήθηκα το 1933 στο παλιό χωριό. Ο πατέρας Ιωάννης
Μπαρμπούδης και η μητέρα μου Σουλτάνα κατάγονταν από το ίδιο χωριό , τη Βιζύη
της Ανατολικής Θράκης. Από το ίδιο χωριό ήταν μόνο οι Χρυσαληδαίοι. Ήμασταν και
χωριανοί και σόι. Ήρθαν εδώ το 1922.
Έφυγαν οι Τούρκοι και ήρθαν οι δικοί μας. Άλλοι κάνανε μόνοι τους σπίτια, άλλοι αργότερα πήραν του
εποικισμού. Εμείς πρέπει να μείναμε σε
κάποιο από τα σπίτια που υπήρχαν, γιατί ακόμη θυμάμαι ένα τούρκικο ντουβάρι,
που δεν το γκρέμιζε ο πατέρας μου. Εκεί υπήρχε
τζάκι, ήταν τούρκικο, πολύ ωραίο, κάτσε καλά. Το κρατήσαμε μέχρι
τελευταία. Ήταν ιστορία μεγάλη εκείνο το
τζάκι, ήταν η εικόνα μας. Μας άρεζε πολύ.
Το σπίτι μας ήταν κοντά στην πλατεία, πολύ κοντά. Τα είχαμε
όλα στα πόδια μας, καφενεία, μαγαζιά, σχολείο, κοινότητα. Το σπίτι μας έπεφτε
πίσω από τα καφενεία, στο μαχαλά των Καραμπιωτών.
Στο σχολείο πήγα μόνο για είκοσι μέρες στην πρώτη τάξη.
Τόσο πρόλαβα. Έγινε η επιστράτευση γιατί
ξέσπασε ο πόλεμος, οι δάσκαλοι έφυγαν και το σχολείο έκλεισε. Δάσκαλοι της
εποχής, ο Πανάς, η Μαρίκα, ο Ξηροτύρης, η Πόπη.
Οι δάσκαλοι έμεναν στο διώροφο τούρκικο σπίτι. Η Πόπη η δασκάλα είχε δικό
της σπίτι. Τους θυμάμαι γιατί ήταν γείτονές μας. Την ημέρα που άρχισε ο πόλεμος, θυμάμαι ότι
κάποιος δάσκαλος μας μάζεψε όλους σε μια τάξη και μας είπε ότι έχουμε πόλεμο
και κλείνουν τα σχολεία. Αυτή ήταν και η τελευταία μέρα που πήγα σχολείο.
Μετά τον πόλεμο, μόλις ηρέμησαν τα πράγματα, άρχισαν να
λειτουργούν τα σχολεία. Εγώ όμως δεν μπόρεσα να πάω. Ο πατέρας μου είχε
δευτεροπαντρευτεί , αλλά πέθανε η μητριά μου . Η αδερφή μου , η Κωνσταντινιά, σταμάτησε
κι αυτή το σχολείο. Αυτή πήγαινε πέμπτη
τάξη. Ο πατέρας μου έφευγε όλη τη μέρα στα χωράφια . Εγώ κρατούσα και μεγάλωνα
τον αδερφό μου κι η αδερφή μου έκανε τις δουλειές του σπιτιού.
Δεν πήγα ούτε στο νυχτερινό σχολείο. Παντρεύτηκε η αδερφή
μου και έμεινα η νοικοκυρά του σπιτιού. Τα λίγα γράμματα τα έμαθα από τον κοινοτικό δάσκαλο τον κύριο
Αριστείδη που είχε ιδρύσει τον προσκοπισμό. Κρυφά από τον πατέρα μου γράφτηκα
στους προσκόπους. Με βοήθησε η αδερφή μου , γιατί κρατούσε τον μικρό αδερφό μας κι έτσι εγώ πήγαινα
προσκοπίνα. Κάποτε που οι πρόσκοποι
πήγαμε στην εκκλησία με είδε ο πατέρας μου και τα έβαλε με την αδερφή μου.
Τελικά με άφησε να πηγαίνω. Εκεί μάθαμε πολλά πράγματα. Εκεί έμαθα να διαβάζω και να γράφω. Εκεί
έμαθα τα λίγα γράμματα που ξέρω.
Πλημμύρες... Μια ακόμη συμφορά βρήκε το χωριό μας. Ξεχείλισε το ποτάμι και πήρε τα σπίτια των Καρυωτών,
έγιναν άφαντα. Ακόμη και το διώροφο σπίτι του Γεωργούλα αφανίστηκε. Στο
ντουβάρι το τουρκικό σταμάτησε το ποτάμι κι έτσι γλίτωσε το σπίτι μας. Πλημμύρισε η αυλή μας, ο μπαξές, αλλά άλλη
ζημιά δεν έκανε. Το ποτάμι περνούσε πια
δίπλα από το σπίτι μας. Το μεγαλύτερο
μέρος του χωριού μας χάθηκε. Τα σπίτια των Καραμπιωτών που ήταν πίσω από μας τα
πήρε όλα ο Νέστος. Όλη η γειτονιά καταστράφηκε.
Και το Ρασήτ ( Μοναστηράκι) έπαθε μεγάλη ζημιά.
Όλα τα σπίτια τους καταστράφηκαν.
Ο κόσμος τι να κάνει, άρχισε να φεύγει από το χωριό. Όσων
καταστράφηκαν τα σπίτια πήγαν στα "Πεντακόσια" ή στα "Χίλια"
ή στα γύρω χωριά, όπου είχαν συγγενείς. Έφευγαν και αυτοί που τα σπίτια τους δεν
είχαν χτυπηθεί. Εμείς και δυο τρεις οικογένειες φύγαμε τελευταίοι.
Μοιράστηκαν οικόπεδα, έγιναν παράγκες, μετά σπίτια του
εποικισμού και ο κόσμος άρχισε να τραβιέται εδώ
στη σημερινή τοποθεσία. Ήρθε όλο το Ρασήτ στο νέο οικισμό. Εμείς ήρθαμε
το 1950. Έδωσαν και σε μας οικόπεδο, όπως σε όλο τον κόσμο.
Στο παλιό χωριό, τότε, υπήρχε μεγάλη έχθρα μεταξύ των Καραμπιωτών
και των Καρυωτών. Αν και τα βάσανα από τη φτώχια, την προσφυγιά, τον πόλεμο,
τις πλημμύρες ήταν κοινά, ή εχθρότητά μεταξύ τους ήταν το κάτι άλλο. Σκοτωμός γινόταν. Δεν κοτούσαν τα κορίτσια μας να γαμπρίσουν με
τους Καρυώτες. Θυμάμαι κάποια φορά μας κυνηγούσαν και μας κοσούσαν με τις τσουκνίδες για να μας διώξουν. Πρώτοι που έσπασαν αυτό το μίσος και παντρεύτηκαν
ήταν ο Δερμετζής Κωνσταντίνος ( Καρυώτης) με την Ορτακτσή Δέσποινα (
Αμυγδαλιώτισσα). Αυτό το μίσος έσβησε οριστικά εδώ στο νέο χωριό, που
ανακατεύτηκε ο κόσμος με το χωρισμό των οικοπέδων. Μαζί με το παλιό χωριό
χάθηκε και το μίσος.
Το 1957 παντρεύτηκα το Στέργιο Τσίνταλα, Καρυώτη στην
καταγωγή. Ο πατέρας μου μού είπε: " Καλά δεν βρήκες κανέναν άλλο να
παντρευτείς; Στους Καρυώτες δεν σε δίνω". Όταν ήταν να έρθουν να με ζητήσουν είπε πως
δεν έχει κορίτσι για δόσιμο. Επέμενα εγώ και έτσι μου έδωσε την ευχή του.
Παντρεύτηκα στη νέα εκκλησία που μόλις είχε τελειώσει.
Νέα Καρυά 22 Νοεμβρίου 2013 Τζίνταλα Καλούδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου