Νέα Καρυά 5-2-2015
Γεννήθηκα
το 1952 στο νέο χωριό. Ο πατέρας μου
λεγόταν Γεώργιος και γεννήθηκε το 1927 στο παλιό χωριό και η μητέρα μου
Μελπομένη και τη φώναζαν Μέλη. Γεννήθηκε το έτος 1929 στους Νικητές το παλιό
Κάζιλερ. Ο παππούς μου Παπούλας Πέτρος γεννήθηκε το έτος 1890 στην Αμυγδαλιά
της Ανατολικής Θράκης. Η γιαγιά Γκαμπρανίδη Σταματούλα γεννήθηκε το έτος 1888 και
αυτή στην Αμυγδαλιά. Της μητέρας μου η οικογένεια κατάγονταν από την
Τραπεζούντα και ήταν Πόντιοι. Ο παππούς μου είχε πέντε αδέρφια. Αυτός και ο
αδερφός μου ο Μανώλης ήταν “σαματατζήδες”. Εκεί στην Αμυγδαλιά ο παππούς μου ο
Πέτρος μάλωσε με δύο τούρκους χωροφύλακες, τους μαχαίρωσε και έφυγε για να
γλιτώσει. Ήρθε εδώ στο Τσιφλίκι του Καρά- Μπέη με τα πόδια. Αυτό έγινε το
1912-1913. Εδώ βρήκε τον Τόλιαρο τον Πασχάλη, μεγαλύτερος σε ηλικία και του
πρότεινε να παραμείνει για να δουλέψει ως τσομπάνης στα πρόβατα του Μπέη.
Κάθισε δύο χρόνια περίπου αλλά μετά αναζήτησε τα άλλα τέσσερα αδέρφια του. Είχε
πληροφορηθεί ότι αυτά βρίσκονταν στον Πολύσιτο Ξάνθης. Και αυτοί είχαν
αναγκαστεί να φύγουν από το χωριό τους για να γλιτώσουν από τους Τούρκους. Δεν
γύρισε ξανά στο χωριό του γιατί ήταν καταζητούμενος, θα τον έσφαζαν. Από τα
πέντε αδέρφια, μόνος αυτός και η αδερφή του ήρθαν στο Καράμπεη μετά από χρόνια,
το πιθανότερο κατά το ’22. Οι άλλοι έμειναν στο Πολύσιτο όπου και σήμερα έχω
συγγενείς, τα ξαδέρφια μου.
Μείνανε
στον κάτω μαχαλά, κοντά στο σχολείο, εκατόν πενήντα μέτρα κάτω από αυτό. Οι
γονείς μου ασχολούνταν με τα χωράφια. Το σπίτι του παππού μου το έκανε ο ίδιος
με σάζια και ξύλα.
Το
χωριό είχε δύο μαχαλάδες. Ο πάνω των Καρυωτών και ο κάτω των Καραμπιωτών. Δίπλα στον κάτω μαχαλά, προς τη μεριά του
Νέστου, είχε γύφτικο μαχαλά. Είχε λίγες οικογένειες. Ο πιο ξακουστός ήταν ο
Ασίμ, ήταν τσομπάνης και τον γνώριζαν όλοι. Ήταν κύριος. Τα εγγόνια του είναι
κάτοικοι του εδώ χωριού.
Η
πλατεία ήταν στο κέντρο του χωριού και είχε πολλά μαγαζιά, καφενείο, μπακάλικα,
φούρνο, κουρεία, σιδεράδες, τσαγκάρηδες κλπ. Στην πλατεία ήταν και η κοινότητα.
Στη μέση της πλατείας είχε έναν …. μεγάλο πλάτανο, αλλά και άλλα δέντρα. Από
την πλατεία ξεκινούσαν όλοι οι δρόμοι. Άλλος προς Τόιλαρ, άλλος προς Χρυσοχώρι,
άλλος προς Χαϊδευτό, προς Μοναστηράκι, προς το Νέστο. Για να πάει κάποιος στη
Χρυσούπολη πήγαινε από το Τόιλαρ, το Μπέτζιλι, από τον πίσω δρόμο. Δεν υπήρχε ο
δρόμος ο κεντρικός Χρυσούπολης- Κεραμωτής.
Πλημμύρες.
Το
χωριό είχε προβλήματα με τον Νέστο, έβρεχε και συχνά φούσκωνε και έφτιαχνε
ζημιές. Την μια από αυτή τη μεριά του χωριού, την άλλη από την άλλη. Ο Νέστος είχε
πολλά παρακλάδια. Κάποιο περνούσε δίπλα από το χωριό. Το χωριό είχε το σάλι του
Μπράτσου, αυτό ήταν κοντά στο δικό μας μαχαλά, αυτό τουλάχιστον θυμάμαι. Είχε
κι ένα στη Χρυσούπολη, στον Μπαμπατζίμ. Οι δικοί μας είχαν χωράφια και από την
άλλη μεριά του Νέστου.
Οι πλημμύρες
χάλασαν και του παππού μου το σπίτι. Έτσι αναγκάστηκαν και μεταφέρθηκαν στα 500
μέτρα, στην «άσπρη την πέτρα» όπως λέμε την τοποθεσία σήμερα. Στήσαν πρόχειρα
καλύβια και μετά από ένα χρονικό διάστημα ήρθαν στο νέο χωριό (οικισμό), σε σπίτι
του εποικισμού. Το σπίτι αυτό ήταν πίσω από το σχολείο.
Ο
πατέρας μου παντρεύτηκε το 1950 στον Αϊ Γιάννη, από τον παπά Απόστολο τον
Πουλουκτσή. Τους έδωσαν οικόπεδο όπως όλους τους νιόπαντρους και χτίσαν σπίτι
με πλιθιά και σκεπή από σάλματα (άχυρα). Ασχολήθηκαν αρχικά με τη γεωργία και
το 1957-58 έγινε κλητήρας την κοινότητα.
Εγώ
πήγα σχολείο το 1958 στο παλιό κτίριο,
το προηγούμενο από αυτό. Η είσοδός του ήταν από τον βορρά, εκεί κάναμε την
προσευχή μας. Είχε τρεις αίθουσες διδασκαλίας (η μεσαία πολύ μεγάλη). Μάθημα
κάναμε ανά δύο τάξεις. Το σχολείο είχε και υπόγεια και οι είσοδοι (ανοίγματα)
ήταν από τη νότια πλευρά. Εκεί οι δάσκαλοι μας έβαζαν για τιμωρία. Εγώ συνέχεια
από εκεί κάτω ήμουν. Δεν ήμουν καλός, ήμουν και λίγο τζαναμπέτης. Στην Α’ τάξη
είχαμε την κυρία Καρατζά. Ήταν καλή, νέα και όμορφη δασκάλα. Είχε ωραίο ντύσιμο
με τα φουστανάκια της και τα τακούνια τα άσπρα. Ήταν πολύ όμορφη,
καλοχτενισμένη πάντα στο σικ. Στη Β΄ τάξη είχαμε την κυρία Δέσποινα
Σμυρναίου-Γλύπτου. Αργότερα υπηρέτησε για χρόνια στην Χρυσούπολη. Ήταν πολύ
δυνατή δασκάλα, κυρίως στη γραμματική. Έδερνε και δεν αστειευόταν. Της έλεγα
«κυρία όλοι δάσκαλοι και γιατροί θα γίνουμε; ...». Στη Γ’ τάξη είχα την κ.
Πόπη. Εκεί κι αν έγινε χαμός! Όλοι μέρα με είχε και τάιζα τα κουνέλια και τ’
αγελάδια της. Πηγαίναμε και κλέβαμε με άλλους μαθητές, που δεν ήταν καλοί στα
γράμματα, λαχανίδες και χόρτα να δώσουμε στα ζώα. Έδερνε πολύ. Πετούσε τη βέργα
και όποιον πάρει ο χάρος. Και συνήθως έπλεκε στην έδρα. Ήταν διευθύντρια. Ήταν
πολύ αυστηρή και φωνακλού. Και στο παλιό χωριό ήταν δασκάλα, έκανε μάθημα και
στον μπαμπά μου. Έφυγε νομίζω κατά το 1961-1962. Στη Δ’ τάξη δάσκαλο είχα το
«Γάτο», τον Χρήστο τον Καριοφύλλη. Πολύ καλός δάσκαλος. Στο μάθημά του ήταν
κύριος, έπρεπε να τον προσέχεις, αν δεν τον πρόσεχες είχε βέργα. Πόσες ξυλιές
έχω φάει!!! Μα δεν ήξερα το μάθημα. Καθόμουν στο θρανίο, αλλά το μυαλό μου ήταν
να πάω να κάνω μπάνιο στο κανάλι, βγαίνοντας από το χωριό για Πηγές. Να ταΐσω
τα αγελάδια στο σπίτι, να πάω να κυνηγήσω τσιροπούλια με τα λάστιχα , να παίξω
ξιφομαχία με τους φίλους μου στο αμπρί (πολυβολείο). ΄Επεφτε πολύ ξύλο και
τιμωρία κάτω στο υπόγειο. Μας έβαζε να γράψουμε πεντακόσιες φορές στο τετράδιο:
«Άλλη φορά θα προσέχω το δάσκαλό μου όταν κάνει μάθημα». Ο δάσκαλος ο Χρήστος ο
Καριοφύλλλης ο λεγόμενος «Γάτος» είχε βγάλει πολλούς επιστήμονες στο χωριό.
Όταν ερχόταν ο επόπτης «Επιθεωρητής» τον έπιανε κρύος ιδρώτας. ΄Εξι εφτά σαν κι
εμένα που δεν ήμασταν καλοί μαθητές, μας έβγαζε έξω για δουλειές. Δεν ήμασταν
στην τάξη για να πουν μάθημα οι καλοί μαθητές. Ο επόπτης, ένας ψηλός
άντρας, ερχόταν απροειδοποίητα τρεις – τέσσερις φορές το χρόνο. Το δάσκαλό
μας τον βγάλαμε «Γάτο» γιατί ήταν πανέξυπνος. Έκανε καλό μάθημα, άσχετα αν δεν
πρόσεχα. Ήταν φίλαθλος του Ολυμπιακού, φανατικός, και έκανε όλα τα παιδιά
«ολυμπιακτσήδες». Καθόταν στο σπίτι του Μιχάλη Λαλίδη. Ήταν εργένης. Το 1963
έφυγε στην Αθήνα μάλλον. Όταν πέθανε ανάμεσα στο ’70 με ’80 οι συγγενείς του
ειδοποίησαν το χωριό και όλοι λυπήθηκαν.
Σήμερα
λέω ανεπιφύλακτα ότι ήταν πολύ καλός δάσκαλος, αγαπούσε τη δουλειά του και
εξαιτίας του σπούδασαν πολλά παιδιά και βγήκαν επιστήμονες. Κι ας ήταν
αυστηρός, του βγάζω το καπέλο. Δεν τολμούσαμε τότε να κυκλοφορήσουμε μετά τη
δύση του ηλίου, ούτε σινεμά να πάμε, ούτε βόλτα. Την άλλη μέρα έπεφτε πολύ ξύλο
στη γραμμή, μετά την προσευχή. Στην Ε’ τάξη είχαμε πάλι τον «Γάτο». Στη ΣΤ’
τάξη είχαμε τον κύριο Κωνσταντινίδη από τη Δράμα. Αυτός ήταν πιο αυστηρός, χτυπούσε περισσότερο, έπεφτε πολύ ξύλο. Στη ΣΤ’
τάξη δεν ήμασταν στο σχολικό κτίριο αλλά εκεί που είναι το παλιό ιατρείο. Ακόμη
μια τάξη ήταν έξω. Το σχολείο είχε πέντε δασκάλους. Οι αίθουσες δεν έφταναν.
Πάλη
Θυμάμαι
τον Σαμπρή και άλλους παλαιστές με τα κιοσπέτια. Στις 24 Αυγούστου το απόγευμα γινόταν η πάλη. Ήταν πολύ
καλό παιδί, παιδί του χωριού μας. Τον νιώθαμε, ήταν μελαμψός, τον αγαπούσε όλο
το χωριό. Ήταν τρομερός στην παλαίστρα του, ήταν άπιαστος, γρήγορος, με πολλά
τσαλίμια (κόλπα). Όταν άρχιζε η πάλη, χτυπούσαν οι ζουρνάδες και τα νταούλια.
Καταλάβαιναν όλοι οι χωριανοί ότι αρχίζει η πάλη. Η κοινότητα έβαζε ένα
ορισμένο ποσό ως έπαθλο για τον πρώτο, δεύτερο και τρίτο……….. Στο τέλος βγάζαν
και μαντήλι και οι θεατές έριχναν ό,τι ήθελε ο καθένας. Τα μοιράζονταν όλοι οι
παλαιστές μαζί. Πριν εφτά χρόνια πήγα στο Εύλαλο στην Ξάνθη και βρήκα τη
γυναίκα του Σαμπρή. Μου έδωσε φωτογραφία του. Ο Σαμπρή είχε πεθάνει είκοσι
χρόνια πριν.
Από το
1964, εδώ και πενήντα χρόνια, μαζεύω παλιές φωτογραφίες και παλιά αντικείμενα.
Την αγάπη αυτή την πήρα από το δάσκαλό μου τον Κωνσταντινίδη το 1964, όταν
ήμουν στην ΣΤ΄ τάξη. Όταν μπαίναμε μέσα στην αίθουσα, κάτω από την έδρα του είχε
μια κάσα που απ’ έξω έγραφε «Ό,τι βρω μαζεύω». Σε κάποια φάση μετά από καιρό
μας στρίμωξε, μας μάλωσε και μας είπε: «Την κάσα τη βλέπετε, αλλά κανείς δε
ρώτησε τι δουλεία έχει αυτή κάτω από την έδρα». Μας είπε ότι είχε παλιά
αντικείμενα, όπως φωτογραφίες, αγροτικά εργαλεία, οικιακά σκεύη, όλα παλιά. Να
τα κρατήσουμε στα σπίτια μας, γιατί με τα χρόνια θα λείψουν κάποτε αυτά. Οπότε
να τα έχετε για να γνωρίσουν τα παιδιά
σας και τα εγγόνια σας γιατί δεν θα υπάρχουν τότε. Αυτό αποτυπώθηκε στο μυαλό
μου και άρχισα τη συλλογή. Το πρώτο που κράτησα ήταν ένα παλιό όπλο, μάρκα
πίπερ, δίκανο, με κοκόρια, του παππού μου του Πέτρου. Από τότε δημιούργησα μια
μεγάλη συλλογή, μέρος της οποίας έδωσα στο Αγροτικό Μουσείο. Επίσης έδωσα
πολλές φωτογραφίες και υλικό στους δασκάλους και προπάντων στον Διευθυντή του
σχολείου κ .Σμάλη Αθανάσιο και τον βοηθώ στην προσπάθειά του να γνωρίσουν οι
νεώτεροι την ιστορία του χωριού. Τον συγχαίρω για τον αγώνα του. Η συνεργασία
μας ξεκίνησε το 1996, έγινε ένα βιβλίο για την ιστορία της Νέας Καρυάς και
συνεχίζεται και σήμερα.
Παπούλας Στέλιος
Μπράβό σου Στέλιο ! ! !Πολ'υ καλό αυτό που κάνεις ! ! !
ΑπάντησηΔιαγραφήΟΛΑ ΑΠΟ ΚΑΡΔΙΑΣ ΒΑΘΟΣ, ΟΣΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙΣ ΣΤΕΛΙΟ. ΕΜΕΙΣ ΠΟΥ ΤΑ ΒΙΩΣΑΜΕ ΣΥΓΚΙΝΟΥΜΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ. ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΓΙΑ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΟΛΑΚΕΡΕΣ ΕΙΜΑΣΤΑΝ ΜΑΚΡΙΑ,ΠΟΛΥ ΜΑΚΡΙΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΔΟΚΙΜΑΣΑΜΕ ΤΗ ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΑΝΑΒΙΩΣΗΣ ΠΟΛΛΩΝ ΕΘΙΜΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ. ΠΑΝΤΩΣ, ΕΠΕΙΔΗ Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΗΤΑΝ ΚΟΙΝΟΣ ΠΑΡΟΝΟΜΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΞΕΧΩΡΙΖΕ ΚΑΝΕΝΑΣ, ΕΙΜΑΣΤΑ ΠΟΛΥ ΠΙΟ ΔΕΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ. ΣΥΝΕΧΙΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙΣ. ΕΧΕΙ ΑΝΑΚΤΙΜΗΤΗ ΑΞΙΑ!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΙΟΡΔΑΝΗΣ[ΝΑΚΟΣ] ΕΛΕΘΕΡΑΚΗΣ
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΛΟΓΙΑ ΦΙΛΕ ΜΟΥ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΜΠΡΑΒΟ ΣΕ ΕΣΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΣΜΑΛΗ
ΑπάντησηΔιαγραφή