…Σαν τον κατάδικο που τον οδηγούσαν στο
κάτεργο, κάπως έτσι ένιωθα την ώρα που ο πατέρας μου με έγραφε στο παλιό
σχολείο του χωριού αμέσως μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων. Το μυαλό μου
βλέπετε ταξίδευε στο χωριό της Γερμανίας απ’ όπου είχαμε επιστρέψει στους
συμμαθητές που είχα αφήσει…
Μπαίνοντας
στην αίθουσα με εντυπωσίασαν από τη μία σειρά η σόμπα στο κέντρο του χώρου και
φυσικά τα θρανία που τα κοιτούσα σαν χάνος. Πρώτη φορά έβλεπα τέτοια. Πού νά’
ξερα πως ύστερα από τόσα χρόνια θα τα νοσταλγούσα. Ας είναι - κάθισα με το Σάκη (Παπούλας) και τον Εύρη
(Σαμώλης) και γίναμε φιλαράκια γρήγορα.
Στην
Ε’ τάξη ήμασταν από τους σκηνίτες, καθώς γκρέμισαν εκείνο το όμορφο παλιό
κτήριο που θαρρείς είχε χαρακτήρα, για να κτίσουν το καινούριο…
Όταν
λοιπόν η κα Ελένη με πήρε από το χέρι για να με οδηγήσει στην τάξη λέγοντάς
μου: «Μη στεναχωριέσαι Αργύρη, όλα καλά θα πάνε», καθόλου δε με καθησύχασε. Σαν
τη μύγα μες στο γάλα ήμουνα, ποδιά δε φορούσα, τα μαλλιά μου ξεχώριζαν από των
υπολοίπων που τα είχαν «φούντα», ήταν και κείνη η φωτιά στα μάγουλα…
Κατάθεση στεφανιού |
Ο
καιρός περνούσε και στη φοβερή αυλή μας παίζαμε ασταμάτητα μπάλα, τσιλίκι και
βόλους, ενώ τα απογεύματα ασκούμασταν στο άλμα επί κοντώ με τα καλάμια που
κόβαμε από το κανάλι. Εκεί να δεις πεσίματα όταν τα άτιμα έσπαζαν.
Θυμάμαι
ακόμη τις πρόβες για τις «γυμναστικές επιδείξεις» και τα αθλήματα. Μάλιστα,
στην τσουβαλοδρομία είχα κερδίσει και ένα βιβλίο του Πινόκιο. Μανία έχουν τα
σχολεία και οι δάσκαλοι να χαρίζουν βιβλία, χάθηκαν οι μπάλες;
Μάρτης '76 Σημαιοφόρος |
Δάσκαλοί
μας ήταν ο κος Στάθης, ο Διευθυντής. Κομματάκι αυστηρός, δε λέω, αλλά καλός
δάσκαλος. Παίρναμε τη μικρή μας «εκδίκηση» την ώρα της χειροτεχνίας, κάνοντας
έναν δαιμονισμένο θόρυβο πριονίζοντας τις κατασκευές μας, μη αφήνοντας τον να
ασχοληθεί με τη χαρτούρα…
Οι
μόνες που έμεναν αδιάφορες ήταν οι ψείρες που μας πολιόρκησαν όλους αλλά
κατέληξαν τελικά στα κεφάλια των κοριτσιών!! Δυστυχώς όμως οδηγηθήκαμε όλοι
στον κουρέα για περιποίηση με την ψιλή.
Την
επόμενη χρονιά, μπήκαμε στο νέο διδακτήριο, καλοβαμμένο και σύγχρονο με τα νέου
τύπου θρανία όπου τα πόδια μας κλωτσούσαν συνεχώς τον αέρα, μια και κάποιοι από
μας δεν ήταν και πρώτα μπό(γ)ι(α). Η δε αυλή ήταν στρωμένη με χαλίκια και τα
πόδια μας είχαν αποκτήσει αρκετά σημάδια απ’ τα πεσίματα. Δάσκαλός μας, ο κος
Χρήστος, είχε τον τρόπο του, δεν μας μάλωνε και επιπλέον… μας μάζευε κάτι
απογεύματα και παίζαμε ποδόσφαιρο. Ναι, μάλιστα, ποδόσφαιρο με το δάσκαλό
μας!!!
Χαραγμένη
στη μνήμη μου θα μείνει και η μέρα που ο κος Στάθης φώναξε τη Λίτσα (Λημνιώτη)
κι εμένα να αποφασίσουμε πότε θα «κρατήσουμε» τη σημαία.
-Μπορώ την 25η Μαρτίου, κύριε;
ρώτησα
-Γιατί βρε Αργύρη τότε;
-Ίσως έρθει και ο πατέρας μου από τη
Γερμανία, για αυτό.
Λίγα δευτερόλεπτα σιωπής και έπειτα ένα:
-Αχ, αγόρι μου… ακούστηκε η κα Ελένη και
γύρισε προς το παράθυρο.
-Ναι, βρε Αργύρη, τότε να πάρεις τη Σημαία,
είπε ο κος Στάθης.
Βέβαια, ο πατέρας μου δεν ήρθε το Μάρτη
αλλά δε βαριέσαι…
Τα
χρόνια πέρασαν, δάσκαλος τώρα πια κι εγώ, θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που κάθε
μέρα βρίσκομαι ανάμεσα σε παιδιά και μέσα από τα μάτια τους ταξιδεύω, δραπετεύω
και πολλές φορές να είμαι στην αυλή του Δημ. Σχολείου Νέας Καρυάς να κλωτσώ μια
μπάλα…
Ένα
μεγάλο ΜΠΡΑΒΟ σε όλους εσάς που συγκεντρώνετε αυτό το υλικό, αυτές τις
αναμνήσεις,
με
τιμή,
Δεληγιάννης
Αργύρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου