Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

Αναμνήσεις - Πουλουκτσή Βάσω

Αξιότιμε κύριε Διευθυντά,
Εκ των προτέρων σας ζητώ συγγνώμη, που άργησα τόσο πολύ να ανταποκριθώ σε παλαιότερο αίτημα σας να γράψω λίγα λόγια για το σχολείο του χωριού μας. Στο «μας» συγκαταλέγω και εσάς βεβαίως , διότι ο τρόπος με τον οποίο ασκείτε το διοικητικό και ευρύτερα κοινωνικό έργο, που απαιτεί η θέση σας ως Διευθυντή του Δημοτικού σχολείου , δικαιωματικά σας καθιστά επίτιμο δημότη του χωριού.
            Δε γνωρίζω ποιο είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να κινηθώ, γι’ αυτό, αν τα σχόλια μου δεν είναι ορθά δομημένα δείξτε κατανόηση.
            Είμαι κι εγώ ένα από τα παιδιά, που φοίτησαν πριν από μισό αιώνα (!) σ’ αυτό το σχολείο.
            Κλείνω τα μάτια και αγγίζω το χερούλι της αυλόπορτας. Ένας φαρδύς λιθόστρωτος διάδρομος από την αυλόπορτα ως την είσοδο σχεδόν του κτιρίου. Στις δύο πλευρές του, πέτρινα πεζούλια ύψους μισού περίπου μέτρου, που στα διαλείμματα λειτουργούν και ως παγκάκια. Στη δεξιά πλευρά ο πράσινος λαχανόκηπος, διαιρεμένος σε μικρά παρτέρια 2χ2 για τον καθένα μας, με καρτελάκι του ιδιοκτήτη μαθητή. Γραμμές ευθείες, ίσιο χώμα, απόλυτα όμοια τετραγωνάκια, σαν μια τεράστια σοκολάτα. Ακόμη και τα απογεύματα είμαστε εκεί για να τον φροντίσουμε. Στο τέλος της χρονιάς ο διαγωνισμός για το καλύτερο παρτέρι. Το κτίριο άβαφο, φτωχό, τόσο μόνο για τα απαραίτητα. Μπαίνοντας στο σχολείο ένας διάδρομος πέρα – πέρα. Αριστερά το ένα και μοναδικό γραφείο των δασκάλων  και απέναντι στη σειρά οι αίθουσες. Επιπλέον στο διάδρομο και ένα μεγάλο παραβάν της καθαρίστριας με τα σύνεργα καθαρισμού. Η καθαρίστρια! Η κα Δέσποινα. Πόσες φουρνιές μαθητών καθάρισε. Φιγούρα μυθιστορηματική. Εμβληματική. Μεγαλόσωμη, σκουρόχρωμη με ένα ελαφρύ, αλλά πεισματάρικο μουστάκι, ύφος αυστηρό και φωνή δυνατή. Ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών. (συνεπικουρούσε και στις εφημερίδες). Την προσωπικότητα της συμπλήρωνε η φήμη ότι κρατάει μία οικογένεια με γνώσεις πολλές και δημοκρατικό φρόνημα. Οι απόγονοι της ζουν στο χωριό μας και συνεχίζουν επάξια στα χνάρια της γιαγιάς τους.
            Η διευθύντρια μας, η περιβόητη (ή διαβόητη) κα Πόπη. Ογκώδης, με προγούλι, μαλλί σκούρο, κοντό, περμανάντ, βλέμμα άγριο και φωνή τύπου Σαπφώς Νοταρά. Δεν νομίζω να υπάρχει κανείς που να μη δέχτηκε στο σώμα του την παιδαγωγική ικανότητα της βέργας της. Το χειρότερο ήταν όταν την εκσφενδόνιζε από την έδρα…

            Γλιτώναμε όσοι είχαμε γερά αντανακλαστικά( λίγο δεξιά, λίγο αριστερά να μας προσπεράσει). Συνήθως δεν πετύχαινε το στόχο, οπότε θυμωμένη σηκωνόταν από την έδρα για να αποτελειώσει το παιδαγωγικό της έργο δια χειρός, μιας και η βέργα κάπου σφήνωνε. Εμένα ομολογουμένως δε μου τις έβρεχε. Είτε γιατί ήμουν καλή μαθήτρια, είτε γιατί με είχε ανάγκη. Στην κατανομή εργασιών που είχαμε για το σπίτι της εγώ ήμουν υπεύθυνη για τα κουνέλια της. Καθάρισμα, νερό και βόλτα  στο χωριό να κόψω φύλλα από τις ακακίες για τάισμα. Εκείνη η άσχημη μυρωδιά των κουνελιών με κυνηγάει από τότε. Γι’ αυτό δεν μου αρέσουν τα συμπαθή κατά τ’ άλλα ζωάκια. Όταν επέστρεφα σπίτι με την ποδιά λερωμένη, το κολλαριστό γιακαδάκι γεμάτο πρασινάδες απ’ τα δέντρα που σκαρφάλωνα, η μάνα μου έβαζε τις φωνές, αλλά στο άκουσμα του ονόματος της Διευθύντριας σιωπούσε. Υποταγή στην αυθεντία του δασκάλου, πόσο μάλλον της Διευθύντριας.

Άλλες εποχές τότε… Ο δάσκαλος είχε πάντα δίκιο  και τους γονείς συμμάχους.. Σήμερα ο καημένος ο δάσκαλος  εκτός των άλλων δυσχερειών έχει να αντιμετωπίσει και τις ιδιορρυθμίες και τις παράλογες, ενίοτε, απαιτήσεις των γονιών. Μια εξαίρεση στον κανόνα συνέβη με μένα και τον πατέρα μου. 25η Μαρτίου 1961. Μετά από την παρέλαση ανεβάζουμε θέατρο  πατριωτικού περιεχομένου. Εγώ σχεδόν πρωταγωνιστικό ρόλο, αδελφή του Κίτσου Τζαβέλλα. Κόσμος πολύς. Η αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη. Ο πατέρας μου ήρθε από το καφενείο και δεν έβρισκε θέση. Θύμωσε δε που στις πρώτες σειρές κάθονταν άνθρωποι που δεν ήταν καν γονείς. Κι αυτός ο αγαθός και σεμνός άνθρωπος  (προφανώς μιλούσε το ούζο) με άρπαξε από το χέρι να με πάει σπίτι. Ακόμη θυμάμαι τη ντροπή και την απόγνωση που ένιωσα. Τα παρακάλια μου δεν έπιαναν τόπο, η φιλότιμη παρέμβαση της μαμάς μου απέτυχε. Τα κατέφερε τελικά ο δάσκαλος μετά από πολλή προσπάθεια. ( Σταύρος Καρτσιδήμας, ώρα του καλή). Ο οποίος παρεμπιπτόντως διατηρούσε πολύ καλή σχέση με τον πατέρα μου, ιδίως τα ατελείωτα βράδια στο καφενείο, όπου έπαιζαν και οι δύο σπουδαία πρέφα.
         
   Μια ευχάριστη νότα στην Τετάρτη τάξη. Δασκάλα μου η κυρία Καίτη Ασημακοπούλου. Ψηλή, λεπτή, με ξανθά κυματιστά πλούσια μαλλιά, μεγάλα μάτια, γλυκό χαμόγελο και βάδισμα πεταχτό. Αλλά και απ’ αυτήν ουκ ολίγες αγγαρείες. Μια φορά έστειλε εμένα και τη Σταυρούλα Τσατσάλου (υπ’ αριθμόν ένα ζωηρή σε ολόκληρο το σχολείο) να ανακατέψουμε το γλυκό της που σιγόβραζε. Σύκο. Η μυρωδιά μας ζάλισε. Όμως ξέραμε ότι στο σύκο είναι όλα τα κομμάτια μετρημένα. Κομμάτι, λοιπόν, ήταν αδύνατο να φάμε. Πήραμε από ένα κουτάλι και ρουφούσαμε το σιρόπι. Όταν η στάθμη της κατσαρόλας κατέβηκε ανησυχητικά, συμπληρώσαμε με νερό, ανακατέψαμε και φύγαμε! Όλη τη νύχτα αγωνιούσα πώς θα μας αντιμετωπίσει η κυρία. Ευτυχώς ούτε που το κατάλαβε.
Οι δάσκαλοι μας : Ποικιλία χαρακτήρων, όπως σήμερα, αλλά  πόρρω απέχοντες. Αυστηροί, ατσαλάκωτοι, αγέλαστοι, απαιτητικοί, σαν στο διήγημα του Κονδυλάκη «Η εκδρομή του Δημητρού», όπου ο ήρωας διαβεβαιώνει τους συμμαθητές του: «Παιδιά, αλήθεια, είδα το δάσκαλο να γελάει…»
Το σχολείο μας: Σε μια εποχή που η Ελλάδα προσπαθούσε να ορθοποδήσει από μία Κατοχή, από ένα  Εμφύλιο και ιδιαίτερα το χωριό μας μετά από μία ολοκληρωτική καταστροφή του παλιού χωριού. Νεόκτιστο μεν, αλλά φτωχό. Σκέτα τούβλα, ξύλινα παράθυρα, που με τις μπόρες άνοιγαν. Για θέρμανση ξυλόσομπες. Ωστόσο ζεσταινόμασταν, διότι όλοι υποχρεωτικά φέρναμε ένα ξύλο. Ο εφιάλτης μου. Μόλις τελείωνα το διάβασμα, πήγαινα στην αποθήκη, όπου ο πατέρας μου είχε τα ξύλα και διάλεγα. Ήθελα να έχω το καλό ξύλο (άκουσον!) . Το ξεσκόνιζα για να μη με λερώσει το πρωί, (σακούλες πλαστικές δεν υπήρχαν…) και ξεκινούσα. Δεν μπορώ να διανοηθώ κάτι ανάλογο σήμερα (αν και θα έλυνε το πρόβλημα θέρμανσης στα σχολεία…)
Η διακόσμηση ανύπαρκτη. Σε κάθε αίθουσα μόνο η εικόνα του Χριστού και στο διάδρομο ολοχρονίς ήρωες του ’21, του Μακεδονικού Αγώνα και του ΄40. Τους αναγνωρίζω πια με  πολύ μεγάλη ευκολία, τόσα χρόνια που τους έβλεπα! Το τοπίο συμπληρωνόταν με ρητά, όπως «Αιεν αριστεύειν, παν μέτρον άριστον, το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν, Ίτε, παίδες Ελλήνων». Χάρτες μόνο δύο. Ένας πολιτικός και ένας γεωφυσικός της Ελλάδας, τίποτε άλλο (όλος ο  κόσμος μου είσαι συ…) Ένα περιβάλλον εξαθλιωμένο, αλλά θαρρείς δεν μας ένοιαζε. Μήπως είχαμε μέτρο σύγκρισης ;

Εμείς οι μαθητές, ο τρίτος πόλος της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Φτωχοί όλοι (ευτυχώς για την ισορροπία). Η ποδιά τα ισοπέδωνε. Ξεχώριζαν μόνο οι νοικοκυρές μάνες (Αχ! Μανούλα μου, με τα κολλαριστά γιακαδάκια και την κολλαριστή άσπρη κορδέλα για τα μαλλιά μου. Αυτός ο φιόγκος σε παίδευε, γιατί ήμουν αεικίνητη και μέχρι να δεθεί έτρωγα  και καμία σφαλιάρα). Μικρά παιδιά, απληροφόρητα, απονήρευτα, χωρίς τεχνολογικά τερτίπια του σήμερα, εκ των εχόντων δημιουργούσαμε τρόπους διασκέδασης για τον ελεύθερο χρόνο μας. Σεβασμός και υπακοή στους δασκάλους μας, αλλά και μπόλικες κλωτσοπατινάδες στο διάλειμμα. Απ’ όλα είχε ο μπαξές.
            Ένας άλλος κόσμος… άλλοτε, τόσο μακρινός και άλλοτε, αν κλείσω τα μάτια, θαρρώ πως θα  πιάσω το πόμολο της πόρτας, που το κοίταζα εναγωνίως 45 λεπτά , γιατί άργησα λίγο και δεν τολμούσα να ενοχλήσω, παρόλο το βάρος της σάκας  και του ξύλου υπό μάλης. Και ποιος τολμούσε άλλωστε… Αυτή η ιδιότητα του χρόνου να ξεχειλώνει και να μαζεύει, μια κοντά, μια μακριά. Ήμουν, είμαι, χθες, σήμερα, παιδί, μεγάλη. Όχι, δεν είμαι μεγάλη. Είμαι στην ΣΤ Τάξη, ετοιμάζομαι για την αυριανή παρέλαση. Θα κρατάω την ελληνική σημαία στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου . Την κράτησα αργότερα ποικιλοτρόπως για 35 χρόνια μέσα στα σχολεία.
 Μακάρι να βγει από κάπου, ο πατέρας μου να μ’ αρπάξει πάλι απ’ το ρόλο μου, κι ας τα καταφέρει αυτή τη φορά.
                                                                                                                     
                                                                                                                         Με εκτίμηση,

                                                                                                                      Βάσω Πουλουκτσή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου