Γεννήθηκα το 1937 στο παλιό
χωριό. Οι δικοί μου ήταν Αμυγδαλιώτες, ο πατέρας μου Δημητρός γεννηθείς το 1913
και η μάνα μου Γεωργία Τζερτζελίδη γεννηθείσα το 1916 στο Μουζαλί. Ήρθαν το
1922 πρόσφυγες κατευθείαν στο Καράμπεη. Ήρθαν όλοι μαζί. Ήταν με τους
Καραμπιώτες στον κάτω μαχαλά. Η γιαγιά
μου έφερε τον πατέρα μου εδώ γιατί ο παππούς είχε φύγει στη Γαλλία. Ο Δούκας
Ζιγνέλης, ο παππούς μου , και ο Λημνιώτης Δημήτριος από την Αίνο, ήταν ψαράδες. Μια φορά εκεί που ψάρευαν, πήγε ένας Τούρκος να τους πάρει με το ζόρι τα ψάρια. Με το χαστούκι
που του έριξε ο παππούς, ήταν τόσο γερός,
έπεσε κάτω νεκρός. Αναγκάστηκαν και έφυγαν στη Γαλλία. Έφυγαν
κατευθείαν. Ούτε στο σπίτι πήγαν. Φοβήθηκαν μην τους πιάσουν οι Τούρκοι. Ήρθε στο Καράμπεη το '24.
Το σπίτι ήταν πολύ κάτω,
μακριά από την πλατεία, κοντά στους στάβλους. Έξι χρονών έπρεπε να πάω σχολείο,
αλλά ήταν η κατοχή και το σχολείο ήταν κλειστό. Το ΄45 πήγα σχολείο. Στην
Πρώτη τάξη είχα δάσκαλο τον Παπατσώτσο.
Στη Δευτέρα τον Αριστείδη Γανίτη, κοινοτικός δάσκαλος, γαμπρός του
παπα-Αποστόλη Πουλουκτσή. Στην Τρίτη και Τετάρτη Κρεμμύδου Γεωργία, κοινοτική
δασκάλα από την Καβάλα.
Επειδή ο Νέστος δεν χάλασε το
σπίτι μας, ήρθαμε τελευταίοι στο νέο χωριό. Ήρθαμε εδώ το '49. Μας έδωσαν πιο μπροστά οικόπεδο. Χτίσαμε καινούριο δικό μας σπίτι. Εκείνο το παλιό σπίτι έπεσε κάποια στιγμή και αργότερα οι μπουλντόζες το έκαναν χωράφια.
Εγώ συνέχισα το σχολείο στο παλιό χωριό με κοινοτικούς δασκάλους. Στην Πέμπτη και στην Έκτη τάξη είχαμε τον κοινοτικό δάσκαλο Φαμφάνη Σταύρο από την Κομοτηνή. Στην Έκτη ο Φαμφάνης μας έκανε μάθημα σε ένα δίπατο σπίτι, στου Μητρούδη Βασίλη, επειδή ήμασταν λίγα παιδιά. Θυμάμαι ο πατέρας μου πλήρωνε το δάσκαλο. Είχαν μείνει 5-6 παιδιά και πηγαίναμε με τα πόδια από εδώ. Τελείωσα κάπου το '52-'53. Οι δικοί μου ήταν αγρότες. Ο Φαμφάνης είπε στον πατέρας μου να με στείλει στο γυμνάσιο αλλά πού! Ποιος θα δούλευε! Ήμουν ο μεγαλύτερος από τα αδέρφια. Παντρεύτηκα το 1961 στη νέα εκκλησία. Παπάς ήταν ο παπα-Γιάννης ο Κερανόπουλος.
Εγώ συνέχισα το σχολείο στο παλιό χωριό με κοινοτικούς δασκάλους. Στην Πέμπτη και στην Έκτη τάξη είχαμε τον κοινοτικό δάσκαλο Φαμφάνη Σταύρο από την Κομοτηνή. Στην Έκτη ο Φαμφάνης μας έκανε μάθημα σε ένα δίπατο σπίτι, στου Μητρούδη Βασίλη, επειδή ήμασταν λίγα παιδιά. Θυμάμαι ο πατέρας μου πλήρωνε το δάσκαλο. Είχαν μείνει 5-6 παιδιά και πηγαίναμε με τα πόδια από εδώ. Τελείωσα κάπου το '52-'53. Οι δικοί μου ήταν αγρότες. Ο Φαμφάνης είπε στον πατέρας μου να με στείλει στο γυμνάσιο αλλά πού! Ποιος θα δούλευε! Ήμουν ο μεγαλύτερος από τα αδέρφια. Παντρεύτηκα το 1961 στη νέα εκκλησία. Παπάς ήταν ο παπα-Γιάννης ο Κερανόπουλος.
Πάλη
Ο πατέρας μου πάλευε στο παλιό
χωριό μόνο. Πάλευε και με του Σαμπρή τον
μπαμπά, τον Μουμίν. Τον είχε ρίξει έξω
από το σχοινί, ήταν τόσο δυνατός, δεν ξαναήρθε από τότε ο Μουμίν να παλέψει.
Τον θυμάμαι με το κιοσπέτι και το λάδι που αλείφονταν. Πάντα νικούσε, τους
έριχνε.
Άλλοι παλαιστές από το
χωριό ήταν ο Μπουσδρούκης ο Κώστας και παλαιότερα ο Ορτακτσής.
Το κέρδος (έπαθλο) το έβαζε η
εκκλησία. Ένα μοσχάρι ήταν το μπας (στοίχημα). Όλοι οι παλαιστές (πεχλιβάνηδες)
είχαν ένα μόνο κιοσπέτι που το έβαζε όποιος πάλευε και το έδινε στον επόμενο
όταν τελείωνε. Στην παλαίστρα μαζεύονταν όλο το χωριό, αλλά και πολλοί ξένοι
από τα γύρω χωριά.
Θυμάμαι και την πάλη εδώ σε αυτό το χωριό. Από το
χωριό πάλευε ο Ζαμάνης ο Γιώργος. Πάλευε με τον Σαμπρή, αλλά ο Σαμπρή ήταν καλός
παλαιστής Όλοι τον υποστήριζαν, τον
αγαπούσαν. Ήταν από το Εύλαλο. Ήταν καλός παλαιστής, αλλά και καλό παιδί,
φρόνιμος. Έρχονταν να τον δει πολύς, πάρα πολύς κόσμος.
Τσιγγάνικος μαχαλάς
Κοντά στο σπίτι μας, του παππού του Δούκα, είχε γύφτικο
μαχαλά. Ήταν ντόπιοι, μουσουλμάνοι,
τσιγγάνικη ράτσα. Υπήρχαν αρκετοί με χριστιανικά ονόματα. Δεν ήταν μεγάλος
ο μαχαλάς τους, καμιά δεκαπενταριά
σπίτια. Μέναμε σε κάτι μικρά καλύβια.
Πλημμύρες
Ο Νέστος δεν πήρε το δικός μας
σπίτι. Πήρε όλα τα σπίτια του πάνω μαχαλά. Δεν άφησε τίποτα. Πολλά νερά ξερίζωναν ολόκληρα σπίτια. Θυμάμαι ένα περιστατικό: του Αντωνίου του Κώστα το
σπίτι, ένα διώροφο, ψηλό, μια το χτύπησε το νερό από κάτω, αναποδογύρισε και
χάθηκε στο ποτάμι και το πήγε στη θάλασσα. Το νερό ήταν πολύ ορμητικό.
Η τελευταία μεγάλη πλημμύρα
έγινε το '46. Εκεί πάτησε και ένα μέρος της εκκλησίας. Σε εκείνο το σημείο το ποτάμι έσπασε σε άλλη
κατεύθυνση, γύρισε η κοίτη και γλιτώσαμε. Ο Θεός μας γλίτωσε, θαύμα!
1941-1944
Όταν ήρθαν οι Βούλγαροι, ο
πατέρας ήταν 27-28 χρονών. Ήταν τροφοδότης των ανταρτών, των ομάδων του καπετάν
Βαγγέλη Καρανάσου από το Τόιλαρ και του καπετάν Ανδρέα Χρυσαλίδη από την Καρυά.
Τον πρόδωσαν μαζί με έναν φίλο
του, τον Σόλων, από την Καβάλα. Εκείνος τον παρακάλεσε να πάει με το κάρο στην
Καβάλα, να πάρει τη γυναίκα του και να την πάει στο δάσος. Την πήγε στο
δάσος και όταν επέστρεψε να την φέρει πίσω, είχε το αμάξι φορτωμένο
με καρπούζια για τους αντάρτες, αλλά οι Βούλγαροι του είχαν στήσει καρτέρι στο Νέστο, σε κάποιο σημείο που τα
νερά του ήταν ρηχά απ' όπου περνούσαν τα κάρα. Για να γλιτώσουν προσποιήθηκαν
πως ήταν ζευγάρι με τη γυναίκα του φίλου του, ξεγέλασαν τους Βουλγάρους κι έτσι
εκείνη τη φορά ξέφυγε. Μετά από μια
βδομάδα, κι ενώ δούλευε στη σκάλα στην Κεραμωτή, τον έπιασαν τη νύχτα. Τον πήραν
και μαζί με τους Πουλουκτσαίους τους πήγαν έξω από τον Ξεριά για να τους
σκοτώσουν. Τελικά ήρθε κάποιος
αγγελιαφόρος Βούλγαρος και δόθηκε εντολή να τους πάνε εξορία πάνω στη
Βουλγαρία. Αυτό πρέπει να έγινε το 1942.
Εκεί ήταν υπάλληλος σε στάβλους. Έμαθε και βουλγαρικά. Έμεινε εξόριστος
13 μήνες. Μόνο μια φορά έστειλε γράμμα. Όταν έφυγαν οι Βούλγαροι, επέστρεψε στο
χωριό.
Ζιγνέλης
Βασίλειος
Νέα
Καρυά 30-4-2014
ΓΙΑ ΝΑ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΝΕΟΙ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ!
ΑπάντησηΔιαγραφή