Γεννήθηκα στην Καβησό Έβρου το 1940. Ήρθα στην περιοχή το
1962, μόλις είχα απολυθεί από φαντάρος, επειδή παντρεύτηκα εδώ. Είχα έναν φίλο
από το Χαϊδευτό, μου έκαναν προξενιό και παντρεύτηκα την Αλεξίου Γιαννούλα από τις Πηγές και μείναμε στο
Χαϊδευτό. Είχαμε συγγενείς στο Χαϊδευτό. Πρώτα ήρθε ο πατέρας μου, αρέστηκε
εδώ, και μετά ήρθα κι εγώ. Βρήκε τα σόγια του, ήρθε όλη η οικογένεια, πήραν
οικόπεδο και εγκαταστάθηκαν.
Κάποια φορά,
ξημερώνοντας το πανηγύρι της Νέας Καρυάς, άκουσα μια αντρική φωνή που μου είπε:
« Θα πας αύριο στην πανήγυρη της Νέας Καρυάς, θα παλέψεις και θα νικήσεις».
Ήμουν τελείως αγύμναστος. Ανύπαντρος ακόμη, όταν συνέβη αυτό. Παρακολουθούσα
την πάλη τα προηγούμενα χρόνια ως νέος, όπως οι περισσότεροι στην περιοχή.
Θυμάμαι έναν Σερραίο παλαιστή, χοντρό, σωστό τέρας, πολύ δυνατός. Θυμάμαι τον
Σαμπρή από τα τουρκοχώρια, από το Εύλαλο. Αυτός ο Σερραίος ήταν ο μοναδικός που κατάφερε
να νικήσει τον Σαμπρή, του έκανε ζημιά. Ο Σαμπρή έβγαινε πάντα πρώτος, πέρα από
καλός παλαιστής ήταν καλός άνθρωπος, είχε καλή καρδιά. Κόσμος πάρα πολύς
έρχονταν στο πανηγύρι και κυρίως στην πάλη. Η πάλη γινόταν την επομένη του
πανηγυριού, στις 24 Αυγούστου.
Πάλεψα την
επομένη με ένα «Τουρκάκι». Η συμμετοχή ήταν ελεύθερη. Αν το έλεγε η καρδιά σου
έμπαινες. Έκανα τον σταυρό μου και με τη βοήθεια του Θεού μπήκα μέσα και
νίκησα. Αλειβόμασταν πρώτα με λάδι και μετά ξεκινούσαμε. Αν ήθελες φορούσες
κιοσπέτι. Εγώ δεν είχα, αλλά δεν το ήθελα, ήταν βαρύ, δε με βόλευε, είχα
καλύτερη κίνηση χωρίς αυτό. Πρέπει να ήταν το 1964. Ενώ ήμουν αδύνατος γενικά,
το «πιστεύω» μου ήταν δυνατό. Ήμουν
ψεύτικος, κοντός, ο άλλος χοντρός και ψηλός. Με υποτίμησε, νόμισε ότι θα με
καταφέρει εύκολα, αλλά στο τέλος μου έδωσε συγχαρητήρια.
Αντί
να του πιάσω το σώμα, του έπιασα τα
πόδια. Το κόλπο έπιασε, τον ζόρισα. Μου έπιασε κι αυτός το πόδι και τελικά
ήρθαμε ισοπαλία. Ο αντίπαλος, μού έδωσε για δεύτερη φορά συγχαρητήρια, γιατί
αυτός ήταν έμπειρος, ψηλότερος, βαρύτερος, αλλά δεν κατάφερε να με νικήσει. Με
παραδέχτηκε, θαύμασε την τόλμη μου.
Πάλεψα 7 – 8
χρόνια, δεν είχα πάει σχολή, ήμουν ανεκπαίδευτος. Ήμουν φτωχόπαιδο και ενώ
ήθελα δεν είχα χρόνο για προπόνηση έπρεπε να δουλεύω συνέχεια. Οι φίλοι μου και
όσοι με γνώριζαν μου έδιναν συγχαρητήρια. Ο πατέρας μου ανησυχούσε, δεν ήθελε
να παλεύω για να μην πάθω καμιά ζημιά. Ήμουν μοναχογιός (είχα δύο αδερφές). Η
μάνα μου έλεγε: «Μη παιδάκι μου, ένα γιο σε έχουμε, μη σπάσεις κανένα πόδι,
χέρι, μη…» οι φίλοι μου καμάρωναν, με υποστήριζαν. Να σε φιλούσε ο Θεός να μη
χάσεις, Παναγιά να φυλάξει, πού να κρυφτείς, σε πειράζανε. Αντίθετα αν κέρδιζα…
βασιλιάς!!! Μετά παντρεύτηκα. Η γυναίκα μου γκρίνιαζε και σιγά σιγά αποσύρθηκα.
Πάλευα μόνο με ξένους, όχι με ντόπιους. Στο τέλος της πάλης νικητές και χαμένοι
με το μαντήλι γυρνούσαμε στον κόσμο και έβαζαν λεφτά. Βέβαια δεν παλεύαμε για
το χαρτζιλίκι αλλά για τον αγώνα. Το αγαπούσα… συνέχεια σκεφτόμουν τι κόλπο, τι
τσαλίμι θα κάνω, τι κίνηση, τι λαβή. Όταν σταμάτησα οριστικά ερχόμουν και
παρακολουθούσα. Η καρδιά λαχταρούσε, αλλά δεν γινόταν. Η γυναίκα μου με
απειλούσε ότι θα με χωρίσει, ανησυχούσε να μην πάθω καμιά ζημιά, και
δικαιολογημένα.
Ωχ, έπρεπε να φύγω, να εξαφανιστώ αν έχανα, σαν
ντροπιασμένη γυναίκα ένιωθα. Όταν κέρδιζα, έρχονταν, με αγκάλιαζαν να με
συγχαρούν, να με κεράσουν.
…δουλειά και άγιος ο Θεός… και ως παλικαράκι δεν μου
κουνιόταν κανείς. Είχα τόλμη και φυσική δύναμη.
Λαμπάκης Αθανάσιος
Νέα Καρυά 11-11-2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου