Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Αναμνήσεις - Νίκογλου Βενετία ( μαθήτρια & δασκάλα)

Νίκογλου Βενετία του Νικολάου και της Δέσποινας εκ Νέας Καρυάς.  Ημ. Γέννησης 13-9-1954 (Δασκάλα Ειδικής Αγωγής, ιδιαίτερα κώφωσης).

Καλοκαίρι του 1960.
Ένα καινούριο μήνυμα πλανάται στην οικογενειακή μου ατμόσφαιρα. Φέτος θα πας στο σχολείο! Φέτος θα πας στο σχολείο!
-      Θα χτυπήσει η καμπάνα τον Σεπτέμβριο και θα πας και συ στο σχολείο! Τον Σεπτέμβριο θα ανοίξει το σχολείο!
Μήνυμα με βαρύτητα, απ’ ότι μπορώ να αντιληφθώ, μήνυμα σπουδαίο, σημαντικό αλλά όμορφο ακόμη για μένα.
Ήρθε ο Σεπτέμβριος, δεν θυμάμαι πόσες του μηνός, νομίζω 15, χτύπησε το πρωί η καμπάνα. Τότε χτυπούσε κάθε πρωί η καμπάνα και μας καλούσε στο σχολείο.
Η μανούλα μου με έντυσε και με πήγε στο σχολείο. Ήρθε ο παπα-Γιάννης ο Κερανόπουλος και έγινε ο αγιασμός. Δασκάλα μου στην Α’ Τάξη η κυρία Δέσποινα Σμυρναίου-Γλύπτου. Μια αρχοντογυναίκα. Είχε συνειδητοποιήσει από πολύ νεαρή τι σημαίνει να είσαι δάσκαλος. (Αυτά τα αντιλαμβάνομαι φυσικά τώρα, απ’ ότι έχει τυπωθεί μέσα μου απ’ αυτήν).
Ήξερε να αγαπάει, ήξερε να διδάσκει, ήξερε να προσφέρει, αλλά και να βάζει φρένο, όταν και όπως χρειαζόταν. Δεν την θυμάμαι να κάθεται στην έδρα. Η εικόνα που έχω απ’ αυτήν είναι όρθια, πάνω μας, κοντά μας, να μας βοηθάει.
Άλλοι δάσκαλοι ο κ. Χρήστος (Γάτος παρατσούκλι) δεν θυμάμαι το επίθετό του. Ο κ. Σταύρος Καρτσιδήμας από την Σπάρτη μαζί με τη σύζυγό του Αγγελική Ψυχογιού αυτή από την Στερεά Ελλάδα καταγόταν. Τότε οι περισσότεροι δάσκαλοι ερχόταν από την Πελοπόννησο - Στερεά Ελλάδα. Επίσης άλλος δάσκαλος ο Γεώργιος Κοπανάκης.
Κάποια ή κάποιες χρονιές με είχε και η κυρία Αγγελική Ψυχογιού Γ’ και Δ’ Τάξη ίσως. Στην Ε’ και ΣΤ’ Τάξη με είχε ο κ. Σταύρος Καρτσιδήμας. Όλοι τους αξιόλογοι άνθρωποι και αξιόλογοι δάσκαλοι. Καθότι δασκάλα, πολλές φορές έγιναν πρότυπά μου, όταν χρειάστηκε να σταθώ στην έδρα.
Τον κ. Σταύρο Καρτσιδήμα και τη σύζυγό του Αγγελική Ψυχογιού, όταν ήμουν στην Αθήνα, καθότι από το 1985 – 2012 έζησα στην Αθήνα, μεταξύ των ετών 1985 – 1990, δεν θυμάμαι ακριβώς, έψαξα και τους βρήκα και συναντηθήκαμε στο Περιστέρι στο σπίτι τους και με την κόρη τους Δήμητρα, την οποία είχαν από δω, μετά απέκτησαν και ένα γιο. Καταλαβαίνετε την συγκίνηση και την χαρά όλων μας.
Άλλοι δάσκαλοι κατά τα χρόνια που φοίτησα σαν μαθήτρια και εγώ και η αδερφή μου ήταν ο κ. Φάνης Γεωργιάδης, η σύζυγός του Χρυσούλα Χαψιάδου, ο Στάθης ο Νικολόπουλος από τις Πηγές, η σύζυγός του Άλκη Βουρνάζου, η Ελένη Αναγνώστου. Ο Στάθης, η Άλκη, η Ελένη μπορεί να ήταν και αφού αποφοίτησα, δεν θυμάμαι καλά. Επίσης ο Κουρατζής ο Χρήστος και η σύζυγός του Έφη Κοσμίδου.
Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά και έχω υποχρέωση να το πω, είναι ότι τυπώθηκαν πάρα πολλά θετικά πράγματα στην ύπαρξη μου από όλους, ιδιαίτερα από τους απ’ τους δασκάλους που με είχαν μαθήτρια.


Μέχρι δε να αποκτήσω εμπειρία, μέχρι η γνώση η επιστημονική να μπορεί να μεταφέρεται στην πράξη την κατάλληλη ώρα και με τον κατάλληλο τρόπο και να στέκομαι με σιγουριά έγιναν πολλές φορές τα πρότυπά μου. Αλλά όλως, όλως ιδιαίτερα η κ. Δέσποινα Σμυρναίου-Γλυπτού. Αιωνία της η μνήμη.
Ας γυρίσουμε την προσοχή μας σε μια άλλη οπτική γωνία, την παιδική, μαθητική κοινότητα.
Τώρα είσαι μαθήτρια, μου έλεγαν η μανούλα μου και ο πατέρας μου. Θα σου αγοράσουμε ποδίτσα, πρέπει να φοράς μπλε ποδίτσα και άσπρο γιακαδάκι. Εγώ κοίταζα με ορθάνοιχτα έκπληκτα μάτια μέχρι να πάρει κι αυτό σάρκα και οστά. Πολύ σύντομα το καρό μου κόκκινο φορεματάκι σκέπασε η μπλε μου ποδίτσα. Ένα άσπρο γιακαδάκι με δαντέλα από τα χέρια της μαμάς μου την συμπλήρωσε, όπως έπρεπε να γίνει.
Μια μπλε υφασμάτινη τσάντα, ραμμένη απ’ τα χέρια της μαμάς μου, ήταν η πρώτη τσάντα μου. Μια πλάκα κι ένα κοντύλι, μικρογραφία πίνακα ήταν το περιεχόμενο της τσάντας μου. Ένα τετράδιο για γραφή των γραμμάτων, ένα τετράδιο με τετραγωνάκια για αριθμητική, ένα μολύβι, μια γόμα, μια ξύστρα ήρθαν λίγο αργότερα. Πιο μετά το Αναγνωστικό της Α’ Τάξης αγορασμένο φυσικά και με δυσκολία, όπως και όλα αγοράζονταν με δυσκολία.
Η μαθητική μας ζωή προχωρούσε και οι υποχρεώσεις μας αυξάνονταν. Κάθε μέρα, ή κάθε εβδομάδα δεν θυμάμαι ακριβώς, ήμασταν δύο-δύο επιμελήτριες. Χτυπούσε το κουδούνι. Έπρεπε τα παιδιά να βγούνε έξω όλα, έπρεπε να καθαρίσουμε τον πίνακα, να τινάξουμε τον σπόγγο που ήταν πάνινος σαν μικρό μαξιλαράκι, να αερίσουμε την αίθουσα, να φρεσκάρουμε την έδρα. Χτυπούσε το κουδούνι, χειροκίνητο φυσικά, καθόμασταν στην πόρτα, έπρεπε να περάσουν όλοι με τάξη μέσα. Το πρωί ερχόμασταν λίγο νωρίτερα και ξεσκονίζαμε την έδρα, τα θρανία, σκουπίζαμε και την τάξη. Και το γραφείο ήταν δουλειά επιμελητριών των πιο μεγάλων τάξεων. Δεν υπήρχε καθαρίστρια τότε, η καθαριότητα του σχολείου ήταν υπόθεση των δασκάλων και των μαθητών υπό την καθοδήγησή τους.
Ο χειμώνας ήρθε και έπρεπε να ζεσταθούμε. Ο κάθε μαθητής το πρωί που ερχόταν στο σχολείο, έφερνε μαζί του ένα ή δύο ξύλα για τη θέρμανση της τάξης του. Οι οικογένειές μας έφερναν τα ξύλα τους, από το δάσος, το λεγόμενο Κοτζά Ορμάν με το αλογόκαρο ή τα βοϊδάμαξα. Το σχολείο δεν είχε επιχορήγηση για θέρμανση και καθαριότητα. Όποιοι είχαν και ήθελαν πήγαιναν και στους δασκάλους ξύλα για την θέρμανση του σπιτιού τους.
Οι άνδρες δάσκαλοι με τα παιδιά των μεγάλων τάξεων, αγόρια και κορίτσια έκαναν λαχανόκηπο και λουλουδόκηπο. Ο λαχανόκηπος ήταν αλήθεια αξιόλογος και τρέφονταν οι δάσκαλοι με αυτόν, διότι δεν υπήρχαν μανάβικα ούτε στην Χρυσούπολη. Τις τελευταίες ώρες κάποιες μέρες τις εβδομάδας τις αφιερώναμε στους κήπους. Ή τα απογευματινά. Διότι τότε χτυπούσε η καμπάνα και πηγαίναμε και το απόγευμα 2 ώρες σχολείο.
Οι σχέσεις ήταν ζεστές μεταξύ όλων και ως εκ τούτου και οι δάσκαλοι θεωρούνταν άνθρωποι της οικογένειάς μας, αφού μάλιστα έμεναν και όλοι στο χωριό.
Ήταν αυτονόητο ότι έπρεπε να προσφερθεί το γάλα, το τυρί, το αυγό, τα λαχανικά και ό,τι άλλο διέθετε η κάθε οικογένεια. Πηγαία, φυσικά και αυθόρμητα.  Ούτε συζήτηση να πάρουν χρήματα. (όχι βέβαια κάθε μέρα, αλλά συχνά). Η μητέρα μου θυμάμαι τους πήγαινε πρόβειο γιαούρτι.
Έτσι εξελισσόταν η ζωή μας, μέσα και έξω από το σχολείο μας, με τους δασκάλους μας μέλη αληθώς της ευρύτερης κοινοτικής μας οικογένειας.
Καμιά φορά ξέφευγε απ’ το υπόγειο του σχολείου μας κανένα μικρό ποντικάκι για να περάσει απ’ το ξύλινο δάπεδο και να ταράξει τα νερά, να προκαλέσει φωνές και τσιρίδες έκπληξης, κατά τα άλλα ήταν όλα πολύ αρμονικά, όμορφα, διέπονταν από μια γλύκα, ειρήνη, και παρείχαν πληρότητα, ό,τι χαρακτηρίζει τον κάθε υγιή και ισορροπημένο άνθρωπο, κι ας υπήρχαν ελλείψεις υλικές, τεχνικές, οικοδομικές.
Τα χρόνια περάσαν και η Νίκογλου Βενετία ήρθε να τοποθετηθεί ως δασκάλα στο εξαθέσιο Δημοτικό σχολείο Νέας Καρυάς τον Σεπτέμβριο του 1980.
Διευθυντής ο κ. Γεώργιος Λίτσος απ’ το Αγίασμα, άλλοι συνάδελφοι: Λαγάρα Βασιλεία απ’ το προάστιο, η Ζώτου Αλεξάνδρα νηπιαγωγός απ’ τη Χρυσούπολη, η Αλέκα Πλιάκου απ’ τη Χρυσούπολη επίσης, με το σύζυγό της Ευστάθιο Παπαπάνο, Ηπειρώτης στην καταγωγή, αργότερα ο Σοφοκλής Κουσκουράς από το Ερατεινό, με τη σύζυγό του Ιουλία Αμαραντίδου καταγωγή από τα χωριά της Ελευθερούπολης και διάφοροι άλλοι συνάδελφοι που τοποθετούνταν προσωρινά για ένα χρόνο και έφευγαν, όπως κάποια Νένα, δεν θυμάμαι επίθετο, κάποιος Χρήστος, επίσης δεν θυμάμαι επίθετο, πηγαινοερχόταν από Καβάλα και οι δυο. Δύο δίδυμες αδερφές η μια δασκάλα η άλλη νηπιαγωγός, διότι κάποια στιγμή το νηπιαγωγείο έγινε διθέσιο, πηγαινοερχόταν από Καβάλα, την μιa  την έλεγαν Έλλη την άλλη Μαρία Μουράτη. Συνεργασία άψογη με όλους, μνήμες νεανικές, γεμάτες ζωντάνια, ομορφιά, πηγαιότητα, αυθορμητισμό. Έμεινα πέντε χρόνια. Το 1985 το φθινόπωρο έφυγα στην Αθήνα για μετεκπαίδευση.  Μάλιστα μετεκπαίδευση στην Ειδική Αγωγή. Αιτία γι’ αυτό; Μια μικρή με ειδικές ανάγκες (η Μαρία Λεπίδα) και η αδυναμία όλων μας να την αντιμετωπίσουμε.
Στις συνθήκες δεν θέλω να αναφερθώ και να σας κουράσω, είναι οι ίδιες και το ίδιο κτίριο που ζείτε και σεις.
Τί θησαυρίστηκε αυτά τα πέντε χρόνια που δούλεψα στο χωριό μου;
54 μαθητές από την Α’ Τάξη μέχρι την Γ’ Τάξη για τρία χρόνια.
17 μαθητές από την Α’ Τάξη μέχρι την Β’ Τάξη τα επόμενα δύο χρόνια μετά έφυγα.
71 ήλιοι, 71 φεγγάρια, 71 φωτεινά πρόσωπα, 71 αγκαλιές ανοιχτές συναντώ απροσδόκητα, σ’ οποιονδήποτε δρόμο, σ’ οποιαδήποτε υπηρεσία, να μου χαμογελούν, να μ’ αγκαλιάζουν και να μου φωνάζουν γεμάτα χαρά κι αυθορμητισμό κυρία μου!!! Δασκάλα μου!!!
Τi άλλο θα μπορούσα να ονειρευτώ, ούτε στα καλύτερά μου όνειρα, για τώρα που σαν συνταξιούχα ζω πλέον στον τόπο μου στην Χρυσούπολη; Περιοδικά απ’ το 2010 και σταθερά απ’ το καλοκαίρι του 2012;
Ευχαριστώ τον Θεό για όλα αυτά!
Ευχαριστώ και σας που μου δώσατε την ευκαιρία να ανατρέξω σε παλιές όμορφες μνήμες, μα να αναφερθώ και σε τωρινά βιώματα.
Νίκογλου Βενετία

Φεβρουάριος 2013

Υ.Γ. Μια φορά ήμουν άρρωστη. Απουσίασα μια μέρα αλλά την επόμενη ήρθα, παρόλο που συνέχιζα να είμαι άρρωστη. Παιδιά μου σας παρακαλώ να είστε λίγο πιο ήσυχοι, γιατί πονάει ο λαιμός μου. Τα παιδιά ήταν πολύ ήσυχα παρ’ όλα αυτά κάποια στιγμή βλέπω τον Γιάννη τον Πουλουκτσή να κλαίει. Γιαννάκη μου γιατί κλαίς, δεν μου απαντά, αλλά λέει κλαίγοντας. Δεν ντρέπεστε ρε να φωνάζετε, η κυρία μας είναι άρρωστη και σεις φωνάζετε; Άμα ήταν η μαμά μας άρρωστη έτσι θα κάναμε;
Τώρα δε περπατώ στο δρόμο, τρέχουν πίσω μου, μου κλείνουν τα μάτια, κάνοντάς μου έκπληξη. Ή στην τράπεζα κάθομαι και απέναντι κάποιος μου χαμογελά και μου μιλά με ανοιχτή αγκαλιά, ήταν ο Γιάννης ο Πουλουκτσής. Την ίδια μέρα πάω να φύγω από την Τράπεζα, είμαι μπροστά στο καμαρίνι και κάποιος βγαίνει απ’ το καμαρίνι εισόδου, μ’ ένα διάπλατο χαμόγελο και μ’ αρπάζει με το ένα χέρι. Είναι ο Γιώτης μου, ο Παναγιώτης ο Χατζησάββας.
Και διάφορες άλλες καταστάσεις αγάπης.
Οφείλω όμως να πω και το εξής:
Είναι καλοκαίρι, βρίσκομαι στο χωριό, πάω να αγοράσω κάτι, συναντώ μια μαθήτριά μου, την Κωνσταντίνα Εμμανουηλίδου, αγκαλιαζόμαστε, τα λέμε και κάποια στιγμή πιάνει τα χέρια μας, τα χαϊδεύει, την κοιτάζω έκπληκτη και ακούω: Έφαγα σφαλιάρες απ’ αυτά τα χεράκια! Εξεπλάγην, αλλά είχε δίκιο, δεδομένου ότι στ’ αλήθεια σήκωνα κάπου κάπου το χέρι μου.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου