Ονομάζομαι Πουλουκτσής Δημήτριος, γεννηθείς το
1930. Ήμουν το δεύτερο παιδί. Ο πατέρας μου, ο Μηνάς Πουλουκτσής, γεννηθείς το
1905, καταγόταν από την Καρυά. Για τη μητέρα μου, Αργυρώ, δε θυμάμαι πολλά γιατί πέθανε όταν ήμουν πολύ
μικρός. Οι δικοί μου έφυγαν το 1922 από την πατρίδα και εγκαταστάθηκαν αρχικά
στο Δοξάτο και στον Άγιο Αθανάσιο της Δράμας. Λίγους μήνες μετά ο πατέρας μου πήγε με τον
αδερφό του στο Χρυσοχώρι, αλλά εγκαταστάθηκε τελικά στο Καράμπεη γιατί το
υπόλοιπο σόι ήταν ήδη εκεί. Οι γονείς μου ήταν γεωργοί. Αν θυμάμαι καλά πρέπει
να μέναμε σε σπίτι του επικοισμού, γιατί έμοιαζε με τα υπόλοιπα σπίτια του
χωριού. Ήταν κοντά στο ποτάμι. Ήταν χαμηλά σπίτια. Όταν πλημμύριζε ο Νέστος
γέμιζε η μισή αυλή μας με νερό.
Πήγα σχολείο το 1937 στο νέο σχολείο. Από
δασκάλους πριν την κατοχή θυμάμαι μόνο τον Παππατσώτσο. Πήγα μέχρι την Δ΄ Τάξη.
Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, χτύπησαν οι καμπάνες, έκλεισαν τα σχολεία,
επιστρατεύθηκαν οι γονείς μας και έφυγαν για τη Χρυσούπολη. Με το που ξέσπασε ο
πόλεμος πολλοί έφυγαν για Θάσο. Εμάς καθώς
φεύγαμε να γλιτώσουμε κατά Θεσσαλονίκη μεριά, μας σταμάτησαν στο
Ποντολίβαδο και γυρίσαμε στο χωριό.
Στο χωριό πρώτα ήρθαν οι Γερμανοί με τα άλογα.
Περπατούσαν και έτρεμε η γη! Θυμάμαι πως είχαμε ένα Ουγγαρέζικο άλογο, άσπρο,
πολύ καλό, που μας το πήραν. Δεν έκατσαν πολύ. Έφυγαν και ήρθαν οι Βούλγαροι.
Στο σχολείο έμεναν περίπου 30 Βούλγαροι,
χωροφύλακες και στρατιώτες. Όποιον Βούλγαρο έφερναν τον φιλοξενούσαμε
στο σπίτι μας, δασοφύλακες, στρατιώτες κλπ. Το χωράφι μας όμως, που ήταν στο
δάσος, ήταν κοντά στο λημέρι του καπετάν Βαγγέλη. Έτσι το 1942 τον πατέρα μου
τον πήραν όμηρο στη Βουλγαρία για δύο χρόνια, γιατί τον θεωρούσαν
συνεργάτη του. Μάλιστα, μια φορά πήγαινα
στο χωράφι, έφαγα και εγώ ξύλο από τους χωροφύλακες. Οι Βούλγαροι έκαναν
περιπολίες μέσα στο δάσος. Τους έβλεπαν οι αντάρτες αλλά δεν τους πείραζαν
γιατί φοβόταν τα αντίποινα. Για έναν που θα σκότωναν αυτοί, οι Βούλγαροι θα σκότωναν οχτώ. Έγινε όμως ένα
περιστατικό, όπου σκότωσαν ένα Βούλγαρο στρατιώτη, αλλά πρώτος εκείνος είχε
ανοίξει πυρ εναντίον τους. Μετά οι Βούλγαροι σκότωσαν δίπλα στο σπίτι μας δέκα
άτομα, οι οποίοι όμως δεν ήταν από το δικό μας χωριό. Τους είχαν βάλει πάνω στο
κάρο μας. Ένας πρόλαβε να πηδήξει να φύγει και να σωθεί. Το πρωί βρήκα μία σφαίρα στο πρεβάζι
του παραθύρου του δωματίου μου. Την άλλη μέρα τους μεταφέραμε με το κάρο μας.
Θυμάμαι ακόμη την αποκρουστική εκείνη εικόνα…Το 1942 ήρθε πολύς στρατός στο
δάσος. Ο Πέτρος Παλιάτσος είχε ζώα εκεί. Του ζήτησαν να τους δείξει το λημέρι
των ανταρτών, αρνήθηκε και τον εκτέλεσαν. Στο χωριό είχε δύο ανταρτικές ομάδες,
τον καπετάν Βαγγέλη από το Τόιλαρ και τον καπετάν Ανδρέα από τη Νέα Καρυά..
Προστάτευαν το χωριό και εκφόβιζαν τους Βουλγάρους. Ο καπετάν Βαγγέλης ήταν μόνος του. Έτρεμαν οι
Βούλγαροι μόλις άκουγαν ότι θα έρθει ο καπετάν Βαγγέλης. Από το Δεκέμβριο ως το
Μάη απαγορευόταν να μπεις στο δάσος. Αεροπλάνα έριχναν τροφές για τα ζώα. Είχε
πολλά ζώα, αγριογούρουνα, λαγούς… και το είχαν για βασιλικό κήπο. Το 1944 με το που έφυγαν οι Βούλγαροι έγινε
μάχη μεταξύ αριστερών και δεξιών στη Χρυσούπολη.
Μετά τον πόλεμο ήταν δάσκαλός μου ξανά ο
Παππατσώτσος, ο γέρος από τη Γραβούνα. Το 1944 – 1945 μας πήρε ο δάσκαλος,
τέσσερα πέντε άτομα συνομήλικα, το Μηνά Πουλουκτσή, τον Λεωνίδα Καραμιτσιώτη,
το Θανάση Τζανετάκο, τον Καμίλη…, και μας έκανε μάθημα ξεχωριστά. Τελειώνουμε
το σχολείο και πάμε στην Καβάλα στο γυμνάσιο, γιατί στη Χρυσούπολη δεν είχε. Έδωσα
εξετάσεις και πήγα κατευθείαν στη Β΄ τάξη. Ο λόγος για τον οποίο έφυγα ήταν ότι
ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε, είχα μητριά, και το περιβάλλον στο σπίτι μου
ήταν αφιλόξενο. Έφυγα με ένα παντελόνι και τρία πουκάμισα. Τον επόμενο χρόνο
άνοιξε το γυμνάσιο της Χρυσούπολης και οι περισσότεροι γύρισαν πίσω. Εγώ
παρέμεινα στην Καβάλα. Έμεινα στο οικοτροφείο. Ο πατέρας μου μού έδινε 20
δραχμές το Σεπτέμβριο, 20 δραχμές τα Χριστούγεννα και 20 δραχμές το Πάσχα.
Πλημμύρες..Όταν έφυγα στην Καβάλα το ποτάμι ήδη είχε
πάρει το μισό χωριό. Πλημμύρες γινόταν πολύ πριν καταστραφεί το χωριό. Τα
σπίτια πλημμύριζαν συχνά και οι άνθρωποι φιλοξενούνταν από τις υπόλοιπες
οικογένειες του χωριού. Τα πρώτα σπίτια που πλημμύρησαν ήταν του Γεωργουλά
Αναστάση και του Δρακόπουλου Ιωάννη, εμείς μέναμε δίπλα στον τελευταίο. Από το 1945 η οικογένειά μου πήγε στο Χρυσοχώρι.
Μετά πήραν σπίτι στη Νέα Καρυά. Το πρώτο αγροτικό ιατρείο ήταν το σπίτι μας,
ήταν απέναντι από το Βασίλη τον Καμπούρη. Αυτά θυμάμαι από τα πρώτα χρόνια της
ζωής μου στο χωριό μου τη Νέα Καρυά...
Καβάλα 18 Ιανουαρίου 2014
Πουλουκτσής
Δημήτριος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου