Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Αναμνήσεις - Μπερτίδης Σταύρος

Ορμώμενος από την προσπάθεια των εκπαιδευτικών του Δημοτικού Σχολείου Νέας Καρυάς να συγγράψουν βιβλίο στο οποίο να αναβιώνουν στοιχεία της μαθητικής και κοινωνικής ζωής του χωριού μου, θα ήθελα να συμβάλω και εγώ σ’αυτήν την προσπάθεια ως αρωγός σας. Με όχημα, λοιπόν τις αναμνήσεις μου, ας προχωρήσω σ’αυτήν την περιδιάβαση στο παρελθόν, στην αναδρομική αφήγηση συναισθημάτων και καταστάσεων.
Φοίτησα στο σχολείο αυτό και στις έξι τάξεις, αποφοιτώντας το 1964, για να συνεχίσω στο Γυμνάσιο Χρυσούπολης τη μαθητική μου ζωή. Τελειώνοντας την πρώτη Γυμνασίου, οι γονείς μου μετακόμισαν στην Αθήνα, οπότε τα υπόλοιπα συνεχίστηκαν εκεί.

Ήταν πολύ δύσκολα χρόνια τότε, χρόνια στέρησης, αλλά και ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο, σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή που είναι χρόνια απελπισίας για ένα χειρότερο αύριο. Σήμερα κυριαρχούν τα ατέλειωτα ερωτηματικά για το αύριο, για τη ζωή, τη φύση, την εργασία και τη νεολαία. Πιστεύω ακράδαντα ότι το μοναδικό στοιχείο ανάσχεσης της κατάστασης αυτής μπορεί να αποτελέσει η εκπαίδευση, ως ζωντανός οργανισμός που λειτουργεί στα σχολεία όλωνς των βαθμίδων. Πυλώνες σ’αυτήν την προσπάθεια είναι οι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι και μεταλαμπαδεύουν γνώσεις στα παιδιά και είναι οι ηθοπλάστες τους. Υπ’αυτήν την έννοια, το παιδί μέσα στο σχολείο κοινωνικοποιείται σωστά και ομαλά και αποκτά αυτοσυναίσθηση της αξίας του.
Οι αναμνήσεις μου από τη μαθητική ζωή στο χωριό μου δημιουργούν αμφιθυμικά συναισθήματα. Γι’αυτό θα κινηθώ προς δυό κατευθύνσεις: Αυτήν που συνδέεται με τις γλυκιές και νοσταλγικές αναμνήσεις και την άλλη που αποτελεί πικρή εμπειρία της σχολικής και κοινωνικής ζωής.
Οι μαθητές αγαπούσαμε το σχολείο ως χώρο μάθησης και παιχνιδιού. Πηγαίναμε, μάλιστα, και κάποια απογεύματα στο προαύλιο του σχολείου για να παίξουμε, όσο βέβαια μας το επέτρεπαν οι καθημερινές δραστηριότητες και οι υποχρεώσεις μας. Το παιχνίδι που μας μαγνήτιζε ήταν το ποδόσφαιρο, η μπάλα που φαίνεται ότι από τότε αυτό το ομαδικό άθλημα ήταν ο «βασιλιάς των σπορ». Ψυχολόγοι και κοινωνιολόγοι λένε ότι με το ομαδικό παιχνίδι συνειδητοποιείς ότι δεν είσαι μόνος, είσαι μέλος μιας ομάδας, που συμαίνει πρέπει να θυσιάζεις τις ατομικές προτίμησες (Καζαντζάκης), για χάρη του συνόλου. Μαθαίνεις να σέβεσαι και να εκτιμάς και την αντίπαλη ομάδα γιατί χωρίς αυτή δε γίνεται παιχνίδι. Μαθαίνεις ακόμα να αγωνίζεσαι μέχρι τέλους τίμια για να νικήσεις. Μαθαίνεις, όμως, και να χάνεις, ιδιαίτερα από ικανότερο αντίπαλο. Κάτι ανάλογο δε συμβαίνει και στη μετέπειτα ζωή μας;
Ήταν, όμως, πολύ δύσκολο να βρεθεί μπάλα, λαστιχένια, ως επί το πλείστον. Όσοι αποτολμούσαν να τη φέρουν για παιχνίδι διαπίστωναν σύντομα ότι από κάποιο σύρμα ή τριβόλι μαλάκωνε σιγά-σιγά ώσπου να καταστεί ακατάλληλη για ποδόσφαιρο. Εμείς συνεχίζαμε, παρ’όλ’αυτά, να την κλοτσάμε. Τί να κάνουμε, αφού δεν υπήρχε εναλλακτική λύση. Μερικές φορές χρησιμοποιούσαμε για μπάλα ένα τόπι ή ένα κουκουνάρι ή ένα κονσερβοκούτι. Σπάνια, όμως βρισκόταν και αυτό. Περιμέναμε, λοιπόν, πότε θα έρθουν τα Χριστούγεννα, να σφάξουν οι γονείς μας το γουρούνι, για να μας δώσουν τη «φούσκα» που την έκοβαν από το γουρούνι. Τη φουσκώναμε αμέσως, αλλά δεν κρατούσε πολύ γιατί μαλάκωνε, έχανε τον αέρα και δεν μπορούσαμε να την κλοτσήσουμε.

Εκτός από το προαύλιο του σχολείου, υπήρχαν και άλλοι χώροι για ποδόσφαιρο, όπως σε άκτιστα οικόπεδα σ’όλες τις γειτονιές του χωριού. Τοποθετούσαμε δύο πέτρες για εστίες και αρχίζαμε το παιχνίδι. Δε βρίζαμε. Φωνάζαμε μόνο, κυρίως για τις αμφισβητούμενες φάσεις, αφού άλλωστε, δε βάζαμε κάποιον για διαιτητή. Ξεχνιόμασταν. Όσο να ακούσουμε κάποιον δικό μας. «Σταύρο, έλα! Δε χόρτασες ακόμα το παιχνίδι!». Αν παίζαμε μακριά από το σπίτι, ερχόταν ο πατέρας με το ποδήλατο να μας περιμαζέψει.
Μερικές φορές παίζαμε και κρυφτό. Υπήρχαν, όμως, πολλές κρυψώνες που δυσκόλευαν εξαιρετικά αυτούς που έκαναν την αναζήτηση. Μερικά μέρη ήταν σκοτεινά. Δε φοβόμασταν, όμως καθόλου. Σημειωτέον ότι υπήρχε απόλυτη ασφάλεια στο χωριό. Δεν υπήρχαν κίνδυνοι πραγματικοί, μόνο φανταστικοί, κυρίως για «φαντάσματα». Είχε μεγάλο ενδιαφέρον ν’ακούμε τους μεγάλους να περιγράφουν με χαρακτηριστική ακρίβεια πώς ήταν το φάντασμα που αντίκρισαν!
Ο δάσκαλός μας, ο κ. Χρήστος (Χρίστος, η σωστότερη γραφή) επισήμανε την αγάπη μας για το ποδόσφαιρο και συγκρότησε ομάδα του δημοτικού σχολείου. Εγώ ήμουν τερματοφύλακας. Αγοράσαμε αθλητικές φανέλλες και παπούτσια και κάναμε προπονήσεις, περιοδικά. Ο χώρος των προπονήσεων ήταν το παλιό γήπεδο, περίπου στην ίδια θέση με το σημερινό. Καμιά φορά βλέπαμε τους μεγάλους που αποτελούσαν την ομάδα. Τους βλέπαμε με θαυμασμό, στο βαθμό που ήταν πολύ καλή ομάδα.
Θα μου μείνει αξέχαστη μια ημερίσια εκδρομή που κάναμε στη Δράμα. Μας πήγαν στο αλσύλλιο, βγαίνοντας από τη Δράμα, στο Δρόμο προς το Νευροκόπι, αριστερά. Κανένας δάσκαλος, όμως, δε μας είπε τίποτα για την πόλη, την ιστορία της, τα αξιοθέατά της. Ούτε καν για το όνομά της. Πολύ αργότερα έμαθα ότι ονομαζόταν παλιά Ύ-δρα-μα, από τη λέξη ύδωρ=νερό. Με σίγηση του Υ, έμεινε Δράμα. Ο κ.Χρήστος, όμως, έκανε μια κίνηση που μας εντυπωσίασε και έμεινε ανεξίτηλη στη σκέψη μας. Κανόνισε αγώνα ποδοσφαίρου του Δημοτικού Σχολείου Νέας Καρυάς με τη Δόξα Δράμας, μεγάλη ομάδα Α’ κατηγορίας με ηχηρά ονόματα, όπως Λουκανίδης και Γρηγοριάδης. Ο αγώνας, όμως, ήταν άνισος. Τελείωσε γρήγορα, αφού μας φιλοδώρισαν με πέντε ή έξι γκολ. Τι να κάνουμε, αυτά έχει ο αθλητισμός. Κερδίζονται και χάνονται μάχες.
Εκδρομές μέχρι το μεσημέρι κάναμε συχνά. Με τα πόδια. Πότε για το γήπεδο του χωριού, πότε στο παλιό χωριό και πότε σε κάποιο κοντινό χωριό, όπως στις Πηγές ή στο Χρυσοχώρι. Τι χαρά κάναμε! Όχι μόνο γιατί χάναμε το μάθημα αλλά και γιατί αλλάζαμε παραστάσεις και ανοίγαμε μια ευχάριστη παρένθεση στη ζωή μας. Οι δάσκαλοι μας ζητούσαν να μη χαλάμε τις γραμμές, για λόγους πειθαρχίας, προφανώς, ή για την ασφάλειά μας. Επιστρέφαμε στο χωριό κατάκοποι και μούσκεμα στον ιδρώτα.
Ειρήσθω εν παρόδω (ας σημειωθεί παρενθετικά) ότι το παιχνίδι μας έπαιρνε και άλλες μορφές. Ήταν τότε που υπήρχε η γειτονιά, αυτός ο πρωτογενής τομέας σύσφιξης των ανθρωπίνων σχέσεων. Αυτή η γειτονιά λείπει σήμερα στις πόλεις και -εν μέρει- και στα χωριά. Απόρροια της έλλειψης αυτής είναι τα αλλοτριωτικά και εκφυλιστικά φαινόμενα της εποχής, όπως είναι η αποξένωση και ο φόβος. Τότε έβγαιναν στα πεζούλια οι γιαγιάδες και οι νοικοκυρές μόλις ‘’έπεφτε ο ήλιος’’. Συχνά οι γυναίκες είχαν στα χέρια το πλεκτό. Πότε έπλεκαν κάλτσες μάλλινες και πότε κάποιο πουλόβερ. Επιδή η φτώχεια ήταν μεγάλη, τα ρούχα πολλών μαθητών ήταν μπαλωμένα. Οι συζητήσεις γυναικών κάλυπταν πολλά θέματα, όπως αναμνήσεις από τις χαμένες πατρίδες, προβλήματα υγείας, για τα χωριάφια, τη σοδειά, αλλά και για τα μέλη της οικογένειας, όπως τα παιδιά, τις πεθερές, τι έμαθαν για τον τάδε ή τι είπε ο τάδε, τι εννοούσε και γιατί.
Τι τραβούσαν οι γονείς μας για να εμπορευματοποιήσουν την παραγωγή τους! Φόρτωναν τη σοδειά, τσουβάλια 80 οκάδων, πάνω στα κάρα ή ‘’αμάξια’’ όπως τα έλεγαν. Προσάρμοζαν κι άλλες κατασκευές πάνω στο αμάξι για να αυξήσουν την χωρητικότητα. Τα ζώα υπέφεραν από το πήγαινε-έλα. Συχνά γυρνούσαν με απούλητο το εμπόρευμα, γιατί οι έμποροι κατά την πάγια τακτική τους ή δεν εμφανίζονταν καθόλου ή όταν έρχονταν, με χίλιες-δυο προφάσεις υποβάθμιζαν την ποιότητα. ‘’Να, δεν είναι καλά καθισμένα τα φασόλια’’, άκουσα κάποιον έμπορο να λέει. Τί να κάνουν οι γονείς; Συχνά υπέκυπταν στον εκβιασμό.
Εμείς περιμέναμε στην είσοδο του χωριού, στο μύλο, την επιστροφή του πατέρα μας. Όταν αργούσε, μας πλημμύριζε ανησυχία και στενοχωριο. Φαίνεται δε θα πούλησε τα προιόντα και αυτήν την εβδομάδα και άργησε, περιμένοντας, ίσως, κάποιον έμπορο να φανεί. Τότε εμείς, γεμάτοι αγωνία ρωτούσαμε όποιον επέστρεφε. ‘’Θείο, είδες το μπαμπά μου;’’ ‘’Πίσω είναι, έρχεται’’ έλεγε αυτός, προφανώς για να μη μας κακοκαρδίσει.
Οι δρόμοι στο χωριό τότε δεν είχαν κίνηση. Μαζευόμασταν, λοιπόν, χωρίς τον κίνδυνο από κάποιο μηχανάκι, αυτοκίνητο ή τρακτέρ και παίζαμε και άλλα παιχνίδια, όπως μηλάκια, καμάδες και -προ πάντων- το τσιλίκι (ή ξυλίκι). Το τελευταίο ήταν προνόμιο των μεγαλύτερων. Έκοβαν ένα κομμάτι ξύλου, λειαίνοντας τη μια άκρη του. Το έβαζαν σε μια σχισμή στο έδαφος έτσι ώστε να είναι ελαφρά υπερυψωμένη η μια άκρη του. Οι παίκτες χτυπούσαν με ένα ρόπαλο την υπερυψωμένη άκρη του τσιλικιού, το οποίο τιναζόταν προς τα επάνω. Στον αέρα χτυπούσαν με το ρόπαλο το τσιλίκι που πεταγόταν μακριά. Νικητής ήταν αυτός που το πετούσε μακρύτερα. Θυμάμαι ακόμα τα βλέμματα θαυμασμού -και όχι μονο- από τα κορίτσια για τους νικητές αυτού του παιχνιδιού.
Κάθε Κυριακή οι δάσκαλοι μας πήγαιναν στην εκκλησία. Πηγαίναμε όλοι χωρίς εξαίρεση ή αντίρρηση. Σε κάποιους ανέθεταν μάλιστα και συγκεκριμένο έργο. Σ’εμένα, για παράδειγμα, έλαχε ο κλήρος να λέω το ‘’Πιστεύω’’ ή να ετοιμάζω το θυμιατό.
Συμμετείχαμε ως σχολείο σ’όλες τις εκδηλώσεις του χωριού, ευχάριστες ή δυσάρεστες. Θυμάμαι, για παράδειγμα, πολύ καλά ότι σύσσωμο το σχολείο πήγε στην κηδεία του Κώστα του Καψάλα (Καψάλη). Ήταν συγγενής μου, αρχοντάνθρωπος, αλλά με θηριώδη δύναμη. Μ’αυτήν έπνιξε κάποτε το τεράστιο φίδι. Όντως κάποια μέρα ξάπλωσε για λίγο κάτω από ένα δέντρο, στα χωράφια, για να ξεκουραστεί από την κοπιαστική εργασία. Ξύπνησε, όμως, και βλέπει ένα μεγάλο φίδι να τον έχει τυλιξει πολλές φορές με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κινήσει το αριστερό χέρι. Για κάποιον άλλο το αγκάλιασμα αυτό μπορεί να ήταν θανάσιμο, δεν μπορούσε όμως το φίδι να καταλάβει ότι είχε να κάνει με τον Κώστα τον Καψάλα. Αυτός χωρίς να φοβηθεί, να διστάσει ή να πανικοβληθεί αρπάζει με το δεξί το ερπετό από το κεφάλι και το σφίγγει με όλη του τη δύναμη. Το φίδι χαλάρωσε το σφίξιμο και ο Καψάλας αποτίναξε το σιχαμερό βάρος από το κορμί του. Οι συγχωριανοί που προσέτρεξαν δεν πίστευαν στα μάτια τους! Το φίδι ήταν χοντρό και μεγάλο, ξεπερνούσε τα τέσσερα μέτρα. Ήταν ‘’λαφιάτης’’, έλεγαν. Κι όμως, φαίνεται ότι ο Χάρος ζήλεψε τη δύναμη του Κώστα του Καψάλα και τον πήρε από κοντά μας πολύ νωρίς. Τον έκλαψε όλο το χωριό.
Το σχολείο μας έδινε όλη τη λαμπρότητα στις σχολικές γιορτές, πρωτίστως στις εθνικές επετείους. Μαζευόταν όλο το χωριό μπροστά στο κτήριο της κοινότητας, για να ακούσουν όλοι τον πανηγυρικό λόγο που εκφωνούσε κάποιος δάσκαλος και να καμαρώσουν τα παιδιά που έλεγαν τα ποιήματα ή έπαιζαν στα ‘’σκετς’’. Η συναισθηματική φόρτιση ήταν μεγάλη και εκδηλωνόταν με παρατεταμένα χειροκροτήματα. Πάντως, τα περισσότερα αγόρια ήταν ντροπαλά και απέφευγαν να κοιτάξουν στα μάτια το κορίτσι με το οποίο έπαιζαν στο ‘’σκετς’’. Αυτό τροφοδοτούσε διάφορα σχόλια όπως ‘’ο Σταύρος αγαπάει την ... ή ο Ανδρέας είναι σε αμηχανία (τα χάνει όπως έλεγαν) μπροστά στην ... ‘’.
Με το τέλος της σχολικής χρονιάς λάμβαναν χώρα οι γυμναστικές επιδείξεις. Όλοι οι μαθητές με αθλητική και ομοιόμορφη περιβολή, υπό την καθοδήγηση κάποιου έμπειρου δασκάλου, κάναμε στο προαύλιο του σχολείου διάφορες ασκήσεις, άλλες απλές και άλλες σύνθετες. Ακολουθούσαν οι αγώνες δρόμου και η σκυταλοδρομία. Ξεχώριζαν εύκολα κάποιοι πολύ γρήγοροι μαθητές, αλλά τότε τα ταλέντα έμεναν αναξιοποίητα. Τη σκυτάλη έπαιρναν διάφορα παιχνίδια, όπως το τρέξιμο με το κουτάλι στο στόμα και το αβγό επάνω ή πηδήματα με τα πόδια μέσα σε τσουβάλι ή το σπάσιμο μπαλονιού στα πόδια. Ορισμένοι, όμως, ήταν ζαβολιάρηδες, αφού όλο και βρισκόταν κάποια καρφίτσα, σε αθέατο μέρος, για να τους διευκολύνει και να στεφθούν αυτοί νικητές.
Ερχόταν και η στιγμή για το ενδεικτικό ή το απολυτήριο. Τα συναισθήματα ήταν ανάμεικτα, καθώς κάποιοι έπαιρναν άριστα, κάτι που έδινε μεγάλη χαρά στους μαθητές, καθώς διαπίστωναν ότι οι κόποι που κατέβαλαν όλη τη χρονιά αμείφθηκαν. Πανευτυχείς ήταν και οι γονείς τους. Υπήρχε, όμως, και κάποια ζήλια σε κάποιους που θεωρούσαν ότι οι βαθμοί που μπήκαν δεν απηχούσαν την πραγματικότητα. Κάποιοι προχωρούσαν ακόμα περισσότερο. ‘’Δε χώνευε ο δάσκαλος το παιδί μου, εγώ βλέπεις, δεν τον έστελνα αβγά ή οτιδήποτε άλλο’’. Κάποιοι έμεναν στάσιμοι. Οι γονείς τους ή τα έβαζαν με το δάσκαλο ή και με το παιδί τους, που δεν έπαιρνε τα γράμματα, δεν είχε ‘’θυμητικό’’ ή δεν έγραφε καλά. Προφανώς, δε γνώριζε κανείς τίποτε για τη δυσλεξία, που απαιτεί ειδική αντιμετώπιση του μαθητή.
Οι γονείς καμάρωναν για τα παιδιά τους, όταν έπαιρναν τα γράμματα και τους έλεγε ο δάσκαλος ότι το παιδί τους ‘’θα πάει μπροστά’’. Κάποιοι γονείς, όμως, εκθείαζαν υπερβολικά τα παιδιά τους ή αντιδικούσαν για το ποιανού το παιδί είναι πρώτος μαθητής ή το πιο όμορφο. ‘’Το δικό μου το παιδί, Δέσποινα, είναι τόσο όμορφο, ενώ το δικό σου είναι τόσο σ’χαμερό!’’. Τι να πει κανείς, η αβρότητα στο αποκορύφωμά της. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το χωριό είναι μικρογραφία της κοινωνίας, οπότε υπάρχουν όλοι οι ανθρώπινοι τύποι.
Η τάξη των τελειόφοιτων ήταν πολυπληθής, καθώς αριθμούσε σαράντα μαθητές. Δυστυχώς, τρεις από αυτούς δε βρίσκονται ανάμεσά μας, γεγονός που μας γεμίζει άφατη θλίψη όταν τους θυμόμαστε. Σε γενικές γραμμές, ήμασταν δημιουργική γενιά, γιατί άλλοι έμειναν στο χωριό και πρόκοψαν, άλλοι μετοίκησαν σε πόλη για αναζήτηση καλύτερης τύχης και άλλοι ξενιτεύτηκαν. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τη διορατικότητα του δασκάλου μας. Είπε για όλους τι θα γινόμασταν στη ζωή. ‘’Εσύ θα γίνεις Μητροπολίτης’’ μου είπε. Σε κάποιον άλλον προέβλεψε ότι θα γίνει καλλιτέχνης, σε κάποιον τρίτο ότι θα γίνει επιχειρηματίας και ούτω καθεξής. Δεν έπεσε μέσα σε καμιά πρόβλεψή του! Όλοι γίναμε κάτι διαφορετικό.
Το στοιχείο, όμως, που αμαυρώνει το ρόλο του σχολείου την εποχή εκείνη ήταν το ‘’ξύλο’’ που κυριαρχούσε στην παιδαγωγική πράξη, δημιουργούσε, ωστόσο, τραυματικές εμπειρίες στα παιδιά. Μπορεί να γελά ή να προβληματίζεται όποιος παρακολουθεί την παλιά κινηματογραφική ταινία ‘’το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο’’. Για εμάς, όμως, που βιώναμε καθημερινά τη βία, το ξύλο φυλάκιζε το δυναμισμό μας, προκαλούσε το φόβο και δημιουργούσε μηχανισμούς άμυνας και απώθησης. Οι περισσότεροι μισούσαν το δάσκαλο. Ορισμένοι απέρριπταν τη γνώση και το σχολείο συλλήβδην. Κάποιοι τραύλιζαν και δυο-τρεις ‘’κατουριόντουσαν’’ από τον φόβο τους. Όλη αυτή η κατάσταση, πάντως, δεν επιτρέπει την καλλιέργεια ιδανικών σχέσεων μαθητή-δασκάλου. Ο τελευταίος μετατρέπεται σε δυνάστη, σε τύραννο και ξεσπά σε ανυπεράσπιστα παιδιά, βγάζοντας όλα τα απωθημένα του. Το περίεργο είναι ότι ο δάσκαλος είχε και τη στήριξη των γονιών, σε γενικές γραμμές πάντα, γιατί υπήρχαν και φωτεινές εξαιρέσεις. Στον ‘’Πατούχα’’ του Ι. Κονδυλάκη λέει ο πατέρας στο δάσκαλο-καλόγερο όταν του παραδίδει το παιδί του, για να του μάθει γράμματα και να τον κάνει ‘’άνθρωπο’’. ‘’Μόνο τα κόκκαλα γερά, δάσκαλε!’’. Όταν ο γονιός εκχωρεί στο δάσκαλο τη δυνατότητα να ξυλοκοπεί το παιδί του, πιθανότατα και ο γονιός το δέρνει, όταν μάθει ότι το έδειρε ο δάσκαλος. Άκουσα από κάποιο γονιό να λέει ‘’καλός ο δάσκαλος, αυστηρός, δέρνει τα παιδιά όταν κάνουν αταξίες, αλλά είναι για το καλό τους!’’.
Οι αφορμές για ξύλο δίνονταν καθημερινά. Έχουμε άγνωστες λέξεις. Τι σημαίνει η λέξη ‘’περισκελίδα’’, ρωτά ο δάσκαλος. ’’Σώβρακο!’’ απαντά με αφέλεια ή άγνοια κάποιος μαθητής. Γελάσαμε όλοι. Σηκωθείτε, διατάζει ο δάσκαλος, σε μια γραμμή όλοι. Αυτός κουβαλούσε πάντα μαζί του μια βέργα-βίτσα, που πλατάγιζε στον αέρα βγάζοντας ανατριχιαστικό ήχο και προσγειωνόταν στα τρυφερά παιδικά χέρια που απλώνονταν μπροστά. Ορισμένοι , τραβούσαν προς τα πίσω ενστικτωδώς, τα χέρια, για να γίνει λιγότερο οδυνηρός ο πόνος. Αυτός, όμως, ο δάσκαλος, είχε έτοιμη την εντολή ‘’γυρίστε τα χέρια απ’την ανάποδη’’, δηλαδή οι παλάμες προς τα κάτω. Ο πόνος ήταν φοβερός. Ορισμένοι έκλαιγαν.
Σε συγκέντρωση αποφοίτων του δημοτικού σχολείου που έλαβε χώρα σε καφενείο του χωριού, στην πλατεία, μου εκμυστηρεύτηκε ένας φίλος και συμμαθητής :’’ Ο δάσκαλός μου, ο ..άκης, με έδειρε για κάποια αταξία που έκανα. Όταν κουράστηκε να με δέρνει, με έστειλε στη διπλανή αίθουσα να πω στο δάσκαλο να συνεχίσει το ξύλο από εκεί που το σταμάτησε ο πρώτος’’. Απίστευτα πράγματα. Όταν ο δαρείς μαθητής μεγάλωσε και συνάντησε το δάσκαλο τυχαία στο δρόμο, του γύρισε περιφρονητικά την πλάτη, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο την απέχθεια για το δάσκαλο, ως εκπαιδευτικό και ως άνθρωπο. Πιστεύω πως δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για έναν εκπαιδευτικό που εισπράττει διαχρονικά την περιφρόνηση των μαθητών του.
Οι πρακτικές αυτές δε συνάδουν, προφανώς, με βασικές παιδαγωγικές αρχές. Σήμερα, αν συμβεί κάτι ανάλογο, ο δάσκαλος θα αποπεμφθεί από το χώρο αυτό και θα ρθει αντιμέτωπος με τη δικαιοσύνη για τις ποινικές ευθύνες του.
Άρα το ξύλο και όχι η πειθώ ή ο διάλογος ήταν το όπλο του δασκάλου. Είναι ζωηρό το παιδί; Ξύλο. Δεν προσέχει; Ξύλο. Δεν τα παίρνει τα γράμματα; Ξύλο. Έπεσε το παντελόνι κάποιου μαθητή που ήταν όρθιος μπροστά στον πίνακα; Ξύλο για όλα τα παιδιά, γιατί γέλασαν από το αναπάντεχο και κωμικοτραγικό συμβάν.
Οι επιμελιτές, δύο σε κάθε τάξη, στους χειμερινούς μήνες έρχονταν πιο νωρίς στο σχολείο, για να βγάλουν από την καταπακτή ξύλα για τη σόμπα. Αυτή η καταπακτή βρισκόταν μέσα στην αίθουσα και είχε μικρό ύψος, δεν μπορούσε το παιδί ούτε στα γόνατα να σταθεί, έπρεπε να ξαπλώνει. Πού; Πάνω σε στρώμα σκόνης από τα ξύλα, αλλά και σε περιττώματα από ποντίκια. Η εμπειρία ήταν περισσότερο οδυνηρή για όσους είχαν πρόβλημα με το σκοτάδι ή τη στενότητα του χώρου. Όποιος ανέβαινε ήταν βρόμικος από την κορυφή μέχρι τα νύχια, όσο και να τιναζόταν. Δε βρέθηκε ένας Χριστιανός, δάσκαλος, διευθυντής, γονιός, πρόεδρος της κοινότητας, να δει το πρόβλημα, για να αποθηκεύονται τα ξύλα σε άλλο χώρο;
Κάποια δασκάλα έστελνε καθημερινά παιδιά για να κόψουν από χωράφια, που βρίσκονταν έξω από το χωριό, λαχανίδες για τα κουνέλια της! Οι περισσότεροι δάσκαλοι μας έστελναν στο καφενείο της πλατείας να τους φέρουμε τον καφέ τους. Το έκανα και εγώ πολλές φορές. Η μεταφορά των καφέδων γινόταν με το ειδικό πλαίσιο, με το χερούλι στο επάνω μέρος, που έπρεπε να το επιστρέψουμε στο καφενείο.
Δεν αναρωτήθηκε κανείς για την επιθετικότητα που έδειχναν πολλά παιδιά αλλά και ενήλικες. Η επιθετικότητα χαρακτηρίζει πολλούς στο χωριό ακόμα και σήμερα. Αν πάει κάποιος σε ψυχολόγο για ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει, η πρώτη ερώτηση που θα του γίνει είναι ‘’μίλησέ μου για τα παιδικά σου χρόνια’’.
Οι περισσότεροι από εμάς βοηθούσαμε τους γονείς μας στις αγροτικές ή κτηνοτροφικές εργασίες. Μας έπαιρναν και στο χωράφι. Και στα πρόβατα. Όταν ήμασταν μικρά, ακολουθούσαμε τους γονείς μας στο χωράφι. Έφτιαχναν την ‘’τσέργα’’, μια ημικυκλική κατασκευή πάνω από το κάρο ή το ‘’αμάξι’’. Πάνω σ’αυτήν τοποθετούσαν κουρελούδες ή άλλα υλικά για εξασφάλιση σκιάς. Κάθε λίγο άφηναν την τσάπα ή το ‘’καρίκι’’ και έρχονταν να δουν αν ήμασταν καλά. Όταν μεγαλώσαμε, μας βάλανε να τσαπίζουμε, όχι πάντως με πίεση, γιατί πονούσε η μέση μας. Κάθε λίγο γυρνούσαμε και κοιτούσαμε αυτό που είχαμε τσαπίσει, γιατί το μπροστινό μας φάνταζε ατελείωτο. Άλλοι πήγαιναν στα πρόβατα. Ένα διάστημα είχαμε και εμείς πρόβατα. Μερικές φορές τα πήγαινα για βοσκή μέχρι αργά. Κάποτε, μάλιστα, σουρούπωσε κι έμεινα μόνος στο βοσκοτόπι, γιατί ο πατέρας μου βοηθούσε κάποιον ανεψιό του να αγοράσουν και να φορτώσουν φασολάκια για τη Θεσσαλονίκη. Στο σκοτάδι τα δέντρα έπαιρναν περίεργα σχήματα, με την παιδική φαντασία μου πάντα. Έμοιαζαν με λύκους ή με δράκους των παραμυθιών. Με πήραν τα κλάματα. Όταν ήρθε ο πατέρας μου και με ρώτησε τι είχα, του απάντησα ότι πονούσε το δόντι μου.
Χρήματα δεν υπήρχαν. Καταλαβαίνει κανείς τη στενοχώρια ενός παιδιού όταν ζητάει ένα φράγκο ( μια δραχμή) και παίρνει την απάντηση ‘’δεν έχω, παιδί μου’’. Θυμάμαι και τη σκηνή μπροστά στο παγκάρι της Εκκλησίας ‘’θείο, μισή δραχμή για κερί και μισή δραχμή πίσω’’.
Η πλειονότητα των παιδιών δεν είχαν. Κάποιοι, όμως, είχαν. Εμείς τους ζηλεύαμε, όταν τους βλέπαμε να παίρνουν από τον ‘’Καραγιοβάνο’’ σοκολάτες σταρ, μπισκότα ή παγωτό. Περνούσε σχεδόν καθημερινά από όλες τις γειτονιές ο θείος ο Νίκος, ο παγωτατζής. Πουλούσε παγωτό χωνάκι, έβαζε όμως λίγο. Εμείς του ζητούσαμε να βάλει περισσότερο, αυτός έκανε ότι έβαζε κι άλλο, αλλά τακτοποιούσε από τα πλάγια το παγωτό που έβαλε, για να μας ξεγελάσει.
Επειδή δεν υπήρχαν χρήματα, έπαιρνε και αβγά. ‘’Πόσο μου αρέσουν τα παιδάκια που μου φέρνουν τ’αβγουλάκια’’ φώναζε. Είχαμε βρει κάποτε μια μυστική φωλιά μέσα στον αχυρώνα, οπότε κυνηγούσαμε σ’ολο το χωριό το θείο Νίκο με αβγά στις τσέπες μας. Όταν μετά από κάποια χρόνια συναντήσαμε στη Λούτσα Αττικής το θείο Νίκο, επί το έργον, καταλαβαίνετε τη χαρά μας. Κι αυτός καταχάρηκε.
Οι κάτοικοι του χωριού, γενικά, είχαν καλές σχέσεις μεταξύ τους και βοηθούσε ο ένας τον άλλο. Εκείνο, όμως, το στοιχείο που τόνωνε τη συντροφικότητά τους ήταν τα ‘’νυχτέρια’’. Συναντούσαν κάποιο συγχωριανό και φίλο; Μετά τα τυπικά, τι κάνετε, πώς πάνε οι δουλειές, τι κάνουν τα παιδιά, προχωρούσαν στην επόμενη ερώτηση ‘’Έρχεστε το βράδυ για νυχτέρι;’’. Χαρά στο σπίτι και για εμάς, ιδίως, αν στην οικογένεια που προσκαλούσαμε υπήρχαν συνομήλικα παιδιά. Οι γονείς ετοίμαζαν ό,τι μπορούσαν, μια πίτα, κατσαμάκι από καλαμποκάλευρο ή κέικ. Πόσες φορές δε με έστειλαν στον ‘’Καραγιοβάνο’’ να πάρω σιμιγδάλι για χαλβά. Κουβέντιαζαν στο σπίτι για πολλά θέματα, όπως για την πολιτική κατάσταση, τι έκανε ή δεν έκανε ο τάδε βουλευτής του νομού. Στο στόχαστρό τους, όμως, έμπαιναν ζητήματα υγείας, καλλιέργειας, σοδειάς, τιμών για τα προϊόντα τους. Συζητούσαν και για τα παιδιά τους, τις κλίσεις τους, τα ενδιαφέροντα και τα όνειρά τους. Άλλοτε πάλι ιεραρχούσαν τις ανάγκες ή τις προτεραιότητες, οπότε συμφωνούσαν να δουλέψουν όλοι μαζί στο χωράφι του ενός, για να συνεχίσουν μετά στο χωράφι του άλλου, που δεν είχε επείγοντα χαρακτήρα. Στα φασολάκια έπαιρναν μαζί και εμάς. Για να φτάσουμε στο χωράφι που ήταν μακριά, όπως στα Κελεμπέκια, φεύγαμε από το σπίτι τα χαράματα. Πόσο δύσκολη ήταν η δουλειά αυτή! Από τη μια η πρωινή υγρασία και από την άλλη η μουχρίτσα που κολλούσε στα μανίκια ή στα παντελόνια και ήταν ενοχλητική.
Οι γονείς μας ήταν αυτοδημιούργητοι, ξεκίνησαν από το μηδέν. Και για τον πρόσθετο λόγο ότι χάθηκαν τα σπίτια και η οικοσκευή τους όταν το ποτάμι κατάπιε όλο το παλιό χωριό. Χρόνο με το χρόνο, όμως, καλυτέρευαν τη ζωή τους. Θυμάμαι ότι μετά από μια δύσκολη χρονιά στα χωράφια κατόρθωσαν να αγοράσουν ένα ραδιόφωνο WEGA, που έπιανε ένα-δύο σταθμούς. Αγόρασαν και μια ραπτομηχανή χειρός, μάρκας SINGER, και ένα ποδήλατο. Αυτά. Ήταν , όμως, αγαπημένοι και ευτυχισμένοι. Χωρίς να έχουν πολλά, αισθάνονταν ότι τα είχαν όλα. Όταν κάποια χρονιά ο πατέρας μου αγόρασε ένα ρολόι χειρός, εγώ το πήρα, κρυφά, και το φόρεσα στο σχολείο. Άκουσα τα εξ αμάξης από τον πατέρα μου όταν έψαχνε και δεν έβρισκε το ρολόι του.

Όσοι γονείς νοιάζονταν περισσότερο για τα παιδιά τους, προπάντων αν τα έβλεπαν να αγαπούν τα γράμματα, προσπαθούσαν να τα βοηθήσουν όταν δεν μπορούσαν να λύσουν ένα δύσκολο πρόβλημα. Πήγαιναν τότε με τα παιδιά τους σε παιδιά μεγαλύτερης τάξης, για να λύσουν αυτά το πρόβλημα. Σπάνια, όμως, λυνόταν το πρόβλημα είτε γιατί οι μεγαλύτεροι δεν ήταν καλοί μαθητές είτε γιατί ξέχασαν τις προηγούμενες γνώσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι τότε δεν υπήρχαν βοηθητικά βιβλία, δανειστική βιβλιοθήκη ή φροντιστήρια.
Το Σαββατοκύριακο, μετά τη δύση του ηλίου, εξελισσόταν στον κεντρικό δρόμο, στην άσφαλτο, η λεγόμενη "βόλτα"... Έφηβοι και έφηβες, νέοι και νέες, με την παρέα τους πήγαιναν επάνω κάτω αμέτρητες φορές. Κουβέντιαζαν για διάφορα θέματα, τρώγοντας σπόρια που αγόραζαν από το "Μουχό". Ή στραγάλια. Καμιά φορά κάναμε και οι μικρότεροι βόλτα, ιδίως αν οι γονείς μάς ανέθεταν την προστασία της αδερφής. Ήταν σύνηθες φαινόμενο ο αδερφός να "πειράζει" μια κοπέλλα που του άρεσε και σε άλλο σημείο της βόλτας η αδερφή του να δέχεται κάτι ανάλογο. Ήταν ένα ιδιότυπο "φλέρτ", ένας έρωτας χωρίς φτερά, που έδινε, ωστόσο, λαβές για σχόλια, συζητήσεις και κουτσομπολιά. Τα πειράγματα δεν ήταν αισχρά, αλλά γεμάτα κολακευτικά υπονοούμενα. Απ' αυτά ξεκινούσε και μια σοβαρή σχέση που είχε αίσια έκβαση, το αίσθημα και το γάμο. Έτσι για μας αυτό ήταν η "βόλτα", για τους μεγαλύτερους, όμως, ήταν το "νυφοπάζαρο".
Στο χωριό μας υπήρχε μόνιμος κινηματογράφος, του Αρβανιτίδη. Πηγαίναμε με το σχολείο να δούμε " του Χριστού τα πάθη" ή καμιά κοινωνική ταινία. Έφερνε διάφορα έργα, όπως ελληνικές κωμωδίες, δραματικά έργα, αλλά και περιπετειώδη, όπως Ζορό και καουμπόικα. Τα τελευταία άρεσαν και σ' εμάς και στους μεγάλους, γιατί ταυτιζόμασταν με τον ήρωα, οπότε μπορούσαμε να κάνουμε κάτι το ξεχωριστό. Ταυτιζόμασταν με το 'παλικαράκι", που στο τέλος βγαίνει πάντοτε νικητής. Παίζονταν ακόμα και ινδικά έργα με τις γυναίκες που είχαν τη χαρακτηριστική βούλα στο πρόσωπο και τους άνδρες με τις χαρακτηριστικές ενδυμασίες. Ο κινηματογράφος αυτός ήταν χειμερινός. Αν αργούσες να μπεις για να πιάσεις καλή θέση, βολευόσουν όπου μπορούσες, οι τελευταίοι ίσως πίσω από κάποια κολόνα, οπότε παρακολουθούσες το έργο νοερώς. Το καλοκαίρι όμως, ο κινηματογράφος λειτουργούσε στην πλατεία. Με ένα πανί για οθόνη και πάγκους για τους θεατές. Όταν Φυσούσε δυνατά ο άνεμος, κουνούσε την οθόνη, οπότε αλλοιωνόταν κάπως οι μορφές των ηθοποιών. Καμιά φορά ερχόταν χωριό κι άλλος κινηματογράφος, που λειτουργούσε περιστασιακά κάτω από τον κεντρικό δρόμο. Τον είχε κάποιος "Γάτος". Αυτός έγερνε πιο πολύ αισθηματικές ταινίες. Οι νέες του χωριού φορούσαν ό,τι καλύτερο είχαν για να πάνε στον κινηματογράφο. Συνήθως έσφιγγαν πολύ τη ζώνη στη μέση, για να φαίνονται λεπτές και ωραίες.  Άρα, πήγαιναν και για άλλο λόγο: Να δουν και να τις δουν. Κάποτε γίνονταν και χοροεσπερίδες. Αυτές λάμβαναν χώρα είτε στου "Θωμά" ή στο υπαίθριο μαγαζί στο δρόμο για Κεραμωτή, στο αριστερό χέρι. Και τι δε χόρευαν! Ευρωπαϊκά, όπως ταγκό και σλόου ( σλο, τα έλεγαν). Ακολουθούσαν τα ζεϊμπέκικα και τα χασάπικα. Τα συρτά και οι "καρσιλαμάδες".  Μερικές φορές έπαιρναν και εμάς μαζί τους. Τους κοιτούσαμε, γεμάτοι έκσταση, καθώς τους βλέπαμε στις ορχηστρικές φιγούρες τους. Όσοι χόρευαν καταπληκτικά και ήταν ελεύθεροι, έμπαιναν στο στόχαστρο των ελεύθερων νεανίδων. Έτσι, η μουσική και ο χορός αποτελούσαν στοιχεία της  γνήσιας ψυχαγωγίας και πανθομολογούμενο στοιχείο σύσφιξης των σχέσεων.
Η περιδιάβαση αυτή δεν είχε τέλος. Ποιος, άλλωστε, μπορεί να συμπεριλάβει σ' ένα κείμενο, τετράδιο ή βιβλίο , αναμνήσεις μιας ζωής; Δε χωρούν αυτά σε κανένα βιβλίο, γιατί ανήκουν στο βιβλίο της ζωής. Θέλω να πιστεύω ότι αναμόχλευσα κάποια στοιχεία από το παρελθόν, με τα οποία θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε το παρόν, για να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για το μέλλον.
Ευελπιστώ ότι μπορεί να φανούν χρήσιμα αυτά που σας παραδίδω για το μεγάλο εγχείρημά σας, που το χαρακτηρίζω ως μέγιστη συνεισφορά στο χωριό μου.
Σας στέλνω κάποιες φωτογραφίες από τη ζωή μου στη Νέα Καρυά, κυρίως από τη μαθητική, με την παράκληση να τις χρησιμοποιήσετε μόνο για τους σκοπούς του βιβλίου σας.
Σημ: Εξυπακούεται ότι μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το σύνολο των στοιχείων ή μέρος τους, αυτούσια ή μετασχηματισμένα. όπως κρίνετε ότι θα είναι αποτελεσματικότερα.

με χαρά και θαυμασμό για
το έργο που επιτελείτε.

Μπερτίδης Σταύρος
(τότε, Μπερτής Σταύρος)
φιλόλογος, συνταξιούχος
απόφοιτος του Δημοτικού
Σχολείου Νέας Καρυάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου