Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

Αναμνήσεις - Γεωργουλάς Νικόλαος


Ονομάζομαι Νικόλαος Γεωργουλάς.  Ο παππούς μου Νικόλαος Γεωργουλάς (γεννηθείς  το 1885) και η γιαγιά μου Φεγγαρίνα (το γένος Σιώπη, γεννηθείσα το 1898) ήρθαν από την Καρυά των Υψάλων στην περιοχή του Νέστου το 1914 – 1915. Ένα γαλλικό πλοίο θα τους περνούσε στη Θάσο. Έβαλαν πρώτα το μωρό  που είχαν στο καράβι για να ανεβούν και αυτοί στη συνέχεια. Όμως το καράβι ξεκίνησε και αυτοί απόμειναν πίσω. Έτσι έχασαν το μωρό, το οποίο ήταν ακόμη αβάπτιστο. Στις πάνες του ήταν ραμμένες λίρες. Το αναζήτησαν, αλλά δεν το βρήκαν πουθενά. Τελικά οι ίδιοι κατέληξαν στον Αλμυρό Βόλου. Εκεί υπέφεραν από ελονοσία. Μετά από χρόνια γύρισαν και πάλι στην πατρίδα.
Ο πατέρας μου γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1922 στο κάρο, στο χωριό Πέπλος του Έβρου, όταν πρόσφυγες για ακόμη μια φορά έφευγαν από τον τόπο τους. Ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και λιγότερο με την κτηνοτροφία.  Κατά τη διάρκεια της Βουλγαρικής Κατοχής (1941 – 1944) ο πατέρας μου έφυγε με τον Πελτέκη και τον Παντελή Παντελάκη στο εξωτερικό για να μην πάει ντουρντουβάκι. 

Στο Σούγιελο είχε μπλόκο και για να μην τους πιάσουν λασπώθηκαν.... Φύγαν με το τρένο από Δράμα. Τελικά κατέληξαν σε στρατόπεδο. Εκεί τους ειδοποίησαν πως επειδή χτύπησε κάποιον στρατιώτη τον προόριζαν για το Νταχάου, όμως κατάφερε να δραπετεύσει και να γλιτώσει.        
Εγώ γεννήθηκα στο νέο χωριό. Στην αρχή μας έδωσαν σπίτι του εποικισμού κοντά στον οδικό άξονα Χρυσούπολης – Κεραμωτής. Μετά πήραμε το σπίτι πίσω από την εκκλησία. Μπορεί να μη γνώρισα τη διαμάχη μεταξύ Καρυωτών και Καραμπιωτών, αλλά τη βίωσα μέσα από τα στερεότυπα που είχαν κληροδοτηθεί στους απογόνους αυτής της γενιάς. Μία κλασική, απογευματινή εικόνα που θα μου μείνει αξέχαστη ήταν που μαζευόμασταν όλα τα παιδιά για να δούμε πώς κατασκεύαζαν τις ρόδες του κάρου, πώς τοποθετούσαν τους ξύλινους άξονες και πώς έπειτα θέρμαιναν τη μεταλλική στεφάνη, για να διασταλθεί και να χωρέσει η ρόδα μέσα της, και πώς μετά την κρύωναν με το νερό για να συσταλθεί και να εφαρμόσει απόλυτα στο χείλος της ρόδας. Το ίδιο παρατηρούσαμε με τις ώρες τον τσαγκάρη αλλά και τους άλλους επαγγελματίες του χωριού. Είχαμε μία δημιουργική περιέργεια για την τεχνολογία της εποχής. Ήταν όμως χρόνια δύσκολα. Ήμασταν παρατημένοι. Τα παιδιά μεγάλωναν ουσιαστικά μόνα τους. Τώρα οι γονείς πέφτουν πάνω στο παιδί υπερπροστατευτικά, το πιέζουν ακόμη και για να φάει. Τότε, άμα ζητούσες από τη μάνα φαΐ, η απάντηση ήταν: «Πάλι πείνασες;!»      
 Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι το μεγάλο πανηγύρι που ουσιαστικά κρατούσε μία ολόκληρη εβδομάδα. Το σπίτι μας γέμιζε με κάρα, ακόμη και από τα χωριά απέναντι από την Ξάνθη που περνούσαν μέσα από το ποτάμι για να έρθουν. Έρχονταν κούνιες, καρουζέλ, ο γύρος του θανάτου, ακροβατικά (ο γνωστός ακροβάτης της περιοχής, ο Χρήστος Γεωργιάδης), μικροπωλητές, συγκροτήματα με ντιζέζ, η μασκότ του πανηγυριού – ο νάνος ο Ζαχαρίας… και φυσικά ο αρκουδιάρης, τριγύρω από τον οποίο μαζευόταν ο κόσμος για να τη δει την αρκούδα να χορεύει, να κάνει την Αλίκη, ακόμη και για να δώσουν τις 5 δραχμές και να ξαπλώσουν κάτω για να τους πατήσει και να «περάσουν» οι πόνοι!     
Η Πάλη γινόταν την 3η ημέρα στην πλατεία, η οποία τότε ήταν ένα τεράστιο αλώνι. Θυμάμαι όλη την προετοιμασία των παλαιστών. Το λάδι το έφερνε από την εκκλησία ο Επίτροπος, ο Στυλιανός Ζιγνέλης, ο οποίος κατεύθυνε όλο το τελετουργικό. Άρχιζαν να παίζουν οι ζουρνάδες και οι παλαιστές αλείφονταν με το λάδι σε όλο τους το σώμα και έβαζαν το κιουσπέτι. Επειδή ο κόσμος ήταν τόσος πολύς και εμείς, τα παιδιά, δεν μπορούσαμε να δούμε, σκαρφαλώναμε στα δέντρα.
Τα καρναβάλια ήταν ένα δημιουργικό, αυθόρμητο έθιμο του χωριού. Δεν συγκρίνονται με το τυποποιημένο έθιμο που υπάρχει τώρα. Τότε, μόλις ακούγαμε πως μία παρέα βγήκαν ντυμένοι καρναβάλια στον δρόμο, τρέχαμε όλοι για να δούμε ποιο θέμα είχαν επιλέξει και με ποιον δημιουργικό τρόπο το είχαν προσεγγίσει. 
Σχολείο
Από τα σχολικά μου χρόνια θυμάμαι το κηπάκι που είχαμε ο καθένας, όπου φυτεύαμε διάφορα λαχανικά και το φροντίζαμε με την επίβλεψη πάντα του δασκάλου. Θυμάμαι το υπόγειο του σχολικού κτιρίου που εκτός από τόπος αποθήκευσης των ξύλων ήταν και τόπος τιμωρίας – το «κρατητήριο» των άτακτων μαθητών. Επίσης, πρέπει να ήταν το 1962, την ώρα που κάναμε προσευχή, ξαφνικά σκοτείνιασε και έπιασε ένας ξαφνικός τυφώνας τόσο δυνατός που ξερίζωσε σκεπές, κάγκελα κτλ και τα πέταξε στην πλατεία. Για να μας προφυλάξουν, μας βάλανε μέσα και κρυφτήκαμε κάτω από τα θρανία. Δεν κράτησε πολύ, αλλά η καταστροφή που προκάλεσε ήταν μεγάλη. Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο. Τέλος πολύ σημαντικό γεγονός ήταν οι αθλητικοί αγώνες στους οποίους συμμετείχαν όλα τα γύρω χωριά και οι οποίοι διοργανώνονταν στο δικό μας το χωριό, μιας και ήταν το κεφαλοχώρι της περιοχής.    
Στην Α΄ τάξη  είχα την Πόπη. Δεν θυμάμαι να έχω μάθει τίποτα από αυτήν. Στη Β΄ τάξη  μας πήρε κάποια στιγμή η Σμυρναίου – Γλύπτη Δέσποινα. Στις Γ΄, Δ’ και Ε’ τάξεις είχαμε τον Καριοφύλλη. Τον έλεγαν «Γάτο» γιατί ήταν πολύ εύστροφος. Κάθε μέρα με έστελνε να του πάρω την εφημερίδα Μακεδονία. Ήταν αυστηρός, αλλά δεν χρησιμοποιούσε τη βίτσα και τόσο συχνά. Δεν χρειαζόταν. Τον σεβόμασταν όλοι για τη σοβαρότητα – αυστηρότητα που απέπνεε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως μια φορά μας είχε σηκώσει στον πίνακα για να πούμε την προπαίδεια, αλλά δεν την ξέραμε. Μας έδωσε όλους από μια βεργιά – ακόμη και έμενα, παρ’ όλο που ήμουν καλός μαθητής – και μας έστειλε στο σπίτι και μας είπε να μην γυρίσουμε αν δεν τη μάθουμε. Εγώ γύρισα σε δύο ώρες και την είπα απέξω. Ήταν αντικειμενικός. Στην ΣΤ΄  τάξη  είχαμε τον Κωνσταντινίδη. Δεν κάναμε μάθημα στο σχολικό κτίριο, αλλά σε μια πέτρινη αίθουσα δίπλα στην παλιά Κοινότητα, η οποία αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως ιατρείο. Αποφοιτήσαμε οι περισσότεροι με 10. Όντως η τάξη ήταν καλή, αλλά όχι και τόσο ώστε να δικαιολογεί τέτοιους βαθμούς. Οι βαθμοί που μας αντιπροσώπευαν ως μαθητές ήταν οι βαθμοί που μας έβαλε ο Γάτος στην Ε΄. Ο Κωνσταντινίδης ήταν λίγο χαλαρός. Οι άλλοι ήταν μεγάλοι, πιο παραδοσιακοί δάσκαλοι εκείνης της εποχής, πιο στατικοί. Αυτός ήταν νέος, είχε άλλη προσέγγιση. Έδωσε μία νέα ώθηση στο σχολείο μας. Έδινε πιο πολύ βάση στις εξωσχολικές δραστηριότητες και ιδιαίτερη προτεραιότητα στον αθλητισμό. Μας οργάνωσε ομάδα ποδοσφαίρου, με φανέλες, και μας πήγε στη Δράμα, στον τόπο καταγωγής του, να παίξουμε στο γήπεδο. Αυτή η εκδρομή για εμάς, που οι μετακινήσεις μας ήταν το πολύ ως το παζάρι της Χρυσούπολης,  ήταν κάτι το συναρπαστικό. Πρώτη φορά πηγαίναμε τόσο μακριά – προς τα βουνά που βλέπαμε από μικροί στο βάθος του ορίζοντα, αλλά ποτέ κανείς μας δεν είχε δει από κοντά πώς ήταν. Τόσο πρωτόγνωρα ήταν όλα για εμάς που όταν φτάσαμε στο ύψος των πετρελαίων ένας φώναξε με θαυμασμό: «Να, το βουνό!» και όλοι σηκωθήκαμε να το δούμε πώς είναι από κοντά! Ο Κωνσταντινίδης είχε διαβάσει μέσα στην εκκλησία και τον επικήδειο του θείου μου του Κώστα Καψάλη τον Μάρτιο του 1964.
Βασικά η ανανέωση στο σχολείο ήρθε με τους νέους δασκάλους, τη Χρυσούλα, τον Φάνη, τον Στάθη… Ο Στάθης οργάνωσε ξανά τον προσκοπισμό που είχε ξεχαστεί τα προηγούμενα χρόνια.
Από τους συμμαθητές μου θα έλεγα πως αυτός που ξεχώριζε ανάμεσά μας ήταν ο Κερανόπουλος. Ήταν πολύ ώριμος για την ηλικία του. Ήταν ένα επίπεδο πάνω από τα δικά μας μυαλά. Ήταν ανήσυχο πνεύμα. Σπούδασε στην ΑΣΟΕΕ και έγινε αργότερα Σύμβουλος Επιχειρήσεων. Από τα κορίτσια αυτές που ξεχώριζαν ήταν η Αλεξάνδρα Καμίλη και η Βενέτη Τασούλα. Ήταν όμως δύσκολα χρόνια ακόμη και καλοί μαθητές δεν συνέχιζαν τη φοίτηση στις επόμενες βαθμίδες, παράδειγμα ο Κοψίδας Νικόλαος, ο οποίος ήταν εξαιρετικό μυαλό και πολύ καλός επαγγελματίας μετέπειτα.
Χρυσούπολη 2 Δεκεμβρίου 2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου