Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

Αναμνήσεις - Πουλουκτσής Στέλιος

    Ονομάζομαι Πουλουκτσής Στέλιος. Γεννήθηκα στις 3-2-1944 στη Νέα Καρυά, στο παλιό χωριό μέσα στη βουλγαρική κατοχή. Με βάφτισαν την ίδια μέρα, γιατί η μάνα μου με είχε ταμένο στον Άγιο Στυλιανό, προστάτη των παιδιών. Πριν από μένα της πέθαναν 2 κοριτσάκια, ένα 7 μηνών και ένα 3 μηνών.
    Πατέρας μου ο Γιάννης Πουλουκτσής, γεννήθηκε στον Άγιο Αθανάσιο (ή στο Δοξάτο) Δράμας το 1915, όταν η οικογένεια του έφυγε (δεύτερη προσφυγιά) στο Βόλο. Την πρώτη φορά έφυγαν από την Καρυά της Ανατολικής Θράκης το 1914 και κατέφυγαν στο Δοξάτο. Ο πατέρας του Αριστείδης εγκατέλειψε μαζί με άλλους Καρυώτες το χωριό, επειδή τα πράγματα αγρίεψαν και οι Τούρκοι κάνανε επιδρομές.
    Στο Δοξάτο όταν ήρθαν κάθισαν κάποιο διάστημα. Έγινε βουλγαρική εισβολή το 1916 και αναγκάστηκαν να φύγουν στον Βόλο, με καράβι μέσω Θάσου. Εκεί τους κράτησαν σε καραντίνα 7 ημέρες μέσα στο καράβι. Εκεί δούλευαν ως εργάτες γης για να ζήσουν.
Γύρω στο 1919 έμαθαν ότι άνοιξε η Θράκη και επέστρεψαν στην Καρυά. Διόρθωσαν τα σπίτια τους, που ήταν κατεστραμμένα κι έμειναν μέχρι τον Οκτώβριο του '22.
    Την ημέρα της οριστικής αναχώρησης από την Ανατολική Θράκη, ο παππούς μου Αριστείδης, ο αδερφός του παππού μου, Θανάσης και ο πατέρας μου πήγαν με δύο κάρα να παραδώσουν σιτάρι στο Σουφλί (υπήρχε στρατιωτική γέφυρα). Όταν την άλλη ημέρα επέστρεψαν στο χωριό, δεν βρήκαν κανέναν στο χωριό. Βρήκανε μόνο τα ρούχα πακεταρισμένα, τα φόρτωσαν στα δύο κάρα και ξεκίνησαν να περάσουν από τη γέφυρα του Έβρου. Τους υπόλοιπους του  χωριού τους πρόφτασαν στο Πόρτο-Λάγος και όλοι μαζί σε φάλαγγα 100 κάρων μετά από μέρες έφτασαν και κατασκήνωσαν στο Ερατεινό. Οι γεροντότεροι του χωριού έφτασαν μέχρι τη Ραξάν (Άγιος Αθανάσιος - Δράμας), για να βρουν καταυλισμό. Όλα τα χωριά της Δράμας ήταν κατειλημμένα από πρόσφυγες. Ακόμη και στην Καρβάλη.  Τελικά αποφάσισαν, αφού έκαναν έλεγχο στην περιοχή, να εγκατασταθούν στο τσιφλίκι του Καρά-Μπέη, στο οποίο δεν υπήρχαν Τούρκοι, το είχαν εγκαταλείψει. Ο λόγος της επιλογής του χώρου αυτού ήταν ότι υπήρχαν ξύλα και πλοκάδια για να κατασκευάσουν καλύβες, καθώς έρχονταν ο χειμώνας. Ο πατέρας μου ήταν 7 χρόνων όταν κάθονταν στην ουρά του κάρου στον δρόμο προς την ελεύθερη Ελλάδα ( Έκανε "καβαλίκα" στην ουρά του κάρου).
Η μητέρα μου Γκόλφω γεννήθηκε το 1921 στο Μεσολόγγι. Με τον πατέρα μου γνωρίστηκε στη Νέα Καρυά πριν το '40, όταν ο παππούς μου ( ο πατέρας της) αποστρατεύτηκε ως τραυματίας πολέμου (είχε 11 τραύματα από το Μικρασιατικό πόλεμο) και επέλεξε ως τόπο κατοικίας τη Νέα Καρυά. Τη γιαγιά μου την γνώρισε στην Καβάλα όταν υπηρετούσε κι αυτή δούλευε σε κάποια στρατιωτικά έργα στο Καρά Ορμάν. Ο παππούς μου πέθανε σε ηλικία 37 ετών και η οικογένεια του έμεινε αναγκαστικά στη Νέα Καρυά.
Ως πρώτη ασχολία ήταν η γεωργία και κτηνοτροφία, μιας και πολλοί είχαν φέρει τα κοπάδια τους από την πατρίδα. Αργότερα αγόρασε ο παππούς μου έναν αλευρόμυλο τον οποίο εγκατέστησε ο Σιούρης συνεταιρικά με τον αδερφό του Θανάση και τον Πελτέκη Αποστολή (τρίτος συνέταιρος). Στη συνέχεια τον Θανάση Πουλουκτσή τον έστειλαν στη Γαλλία και έφερε μια ξυλοκορδέλα. Την φανταζόντουσαν τόσο βαριά που για να την φέρουν από τους Τοξότες πήγαν με τα βουβάλια. Πρόβλημα είχαν με τα καύσιμα (πετρέλαιο) και το έβρισκαν στη μαύρη αγορά. Αυτή η ξυλοκορδέλα έκοψε την ξυλεία για όλες τις στέγες του κάμπου. Η μηχανή ήταν μάρκας Γκρόσλεϊ από το Μάντσιστερ της Αγγλίας, μονοκύλινδρη 22 άλογα. Πιτσιρικάδες εμείς ψήναμε κουκιά στη βάση της εξάτμισης.
Ο μύλος στο παλιό χωριό βρίσκονταν στο τέρμα του μεγάλου δρόμου που ξεκινούσε από την πλατεία νοτιοδυτικά με κατεύθυνση προς την Καραγάτσα. Η βάση της μηχανής υπάρχει ακόμη.
Το παλιό χωριό το πήρε ο Νέστος 16 Απριλίου το 1946, ήταν το τελικό χτύπημα. Κάθε χρόνο είχε πλημμύρες και κάποια σπίτια ήδη είχαν καταστραφεί τις προηγούμενες χρονιές. Η μάνα μου μού εξήγησε ότι τα χιόνια στα βουνά ήταν πολλά και με έναν νοτιά έλιωσαν και τα νερά περίσσεψαν.
Το σπίτι μας δεν το πήρε ο Νέστος, ήταν μπροστά στην εκκλησία. Παρόλα αυτά το κατεδάφισαν από τους πρώτους και ήρθαν και έχτισαν στο νέο χωριό, στη νότια πλευρά.  Ο πατέρας μου έλεγε:" Χωριό που χαλιέται φύγε πρώτος..και χωριό που χτίζεται πήγαινε από τους πρώτους".
Σχολείο πήγα το 1951-1952 στο παλιό κτίριο του εποικισμού. Το σχολείο ήταν καινούριο. Είχε ξύλινα πατώματα, ήταν στενόμακρο με προσανατολισμό Ανατολή-Δύση. Στη βόρεια πλευρά ήταν ο διάδρομος και η είσοδος. Στην ανατολική το γραφείο των δασκάλων και στη δυτική πλευρά η τρίτη αίθουσα. Είχε τρεις μεγάλες αίθουσες. Στις εορταστικές εκδηλώσεις στην ανατολική πλευρά στήναμε σκηνή και μπαινοβγαίναμε από το παράθυρο του γραφείου των δασκάλων.
Στην Α΄ τάξη με βάλανε να πω το ποίημα ¨Ο Κοκός":
Αχ! έλεγε ο Κοκός, παππούς να ήμουν τώρα,
να βήχω, να ρουφώ ταμπάκο κάθε ώρα...
Μέχρι εκεί το είπα κι έβαλα τα κλάματα. Δέχτηκα αυστηρή κριτική από τον πατέρα μου και τη μάνα μου, που έγινε αιτία να μην ξαναπώ ποίημα, προσευχή, εγκώμιο κλπ. Επειδή ήμουν καλλίφωνος μπάσος, στην ΑΣΕΤΕΜ-ΣΕΛΕΤΕ η δασκάλα της μουσικής με πολιόρκησε να πάρω μέρος σε ένα δίφωνο, αλλά αρνήθηκα.
Στην Α΄ τάξη είχα δασκάλα την κυρία Άννα . Θυμάμαι ότι έφαγα ένα σκαμπίλι  από τον κύριο Τάκη, γιατί είπα ότι η Ελευθερία αγαπάει τον Θανάση.
Στην Γ΄ και Δ΄ τάξη είχα δασκάλα την Πόπη την Ερμείδου. Σήμερα σκεφτόμενος την προσφορά της στην εκπαίδευση και γενικά στο χωριό λέω ανεπιφύλακτα ότι ήταν για την εποχή εκείνη η καταλληλότερη δασκάλα, γιατί βασικός της στόχος ήταν να μάθαινε ανάγνωση και γραφή. Πέραν αυτού φρόντιζε να μάθουμε να είμαστε αυτάρκεις στη ζωή μας, να μπορούμε να επιβιώνουμε σε δύσκολες περιόδους, μαθαίνοντάς μας να καλλιεργούμε λαχανικά στον περίβολο του σχολείου, ο οποίος είχε γίνει πανέμορφος από τις καλλιέργειες μας. Επιπλέον η προσφορά της προς τις μητέρες μας ήταν μεγάλη. Έφερνε δασκάλες της οικοκυρικής, τις συγκέντρωνε και τις μάθαινε να κάνουν κομπόστες και άλλα μαγειρέματα. Επίσης έφερε πρώτη απ' όλους Ολλανδέζες αγελάδες, "αλλατζάδες", μεγαλόσωμες, κότες Αμερικάνες που έκαναν κόκκινα μεγάλα αβγά και είχε επίσης γαλοπούλες, χήνες. Έπλεκε αδιάκοπα, ασταμάτητα θυμάμαι, με τις μεγάλες, χοντρές βελόνες χειροποίητα και το μοχέρ χαλί. Τα παιδιά της φορούσαν πάντα πλεκτά, ξεχώριζαν από τους υπόλοιπους. Είχε τέσσερα παιδιά, την Ελένη, την Παρθένα, τον Μίμη και μια μικρότερη. Θυμάμαι όταν βγήκαν οι δεκάρες (οι τρύπιες αλουμινίου) η Παρθένα μας πουλούσε εννιά δεκάρες με μία χάρτινη δραχμή. Εμείς τις παίρναμε για να παίξουμε κουδουνιστό (κουμάρι). Είχε βαφτίσει πολλά παιδιά και είχε κοινωνική ζωή με τους χωριανούς.
            Στην Ε΄ και ΣΤ΄ τάξη δάσκαλός μου ήταν ο Χρήστος Καριοφύλλης από το Κιάτο Κορινθίας, γεροντοπαλίκαρο με σγουρά μαλλιά, χτενισμένα χωρίστρα. Ήταν κοντούλης προς το μέτριο. Θυμάμαι, παρά τις λάσπες, τα γυαλισμένα του παπούτσια. Για μένα ήταν ο δάσκαλος των δασκάλων. Δάσκαλος για όλους μας, στο σχολείο, στο δρόμο, στο καφενείο για παιδιά και γονείς. Έμενε στο χωριό και έπαιζε καμιά πρέφα με τους γονείς μας. Αν εκείνη την εποχή μπήκαν στα πανεπιστήμια τριάντα και πλέον παιδιά, ήταν δουλειά δική του. Γιατί, κακά τα ψέματα, οι βάσεις για τη μάθηση μπαίνουν στο Δημοτικό. Το παρατσούκλι του ήταν "γάτος" και του το κολλήσαμε, γιατί κάναμε ανά πάσα στιγμή. Αν μας σίμωνε στο μάθημα και δεν ξέραμε, έλεγε: "Πώς να ξέρεις... αφού στις 14:00 έκανες μπάνιο στο κανάλι, στις 17:00 έπαιζες ποδόσφαιρο και το βράδυ έκανες βόλτες με το ποδήλατο..." και πολλά άλλα τέτοια... Από όποιο στενό κι αν περνούσες, τον έβλεπες. Θυμάμαι στην Ε΄ τάξη μας πήγαινε στην εκκλησία να δούμε τα ιερά άμφια. Στο δρόμο ο Αντώνης κάτι έκανε και πήγε να τον χτυπήσει. Πήδησε ο Αντώνης και την έφαγα εγώ. Στεναχωρήθηκε. Το βράδυ στο καφενείο το είπε στον πατέρα μου, ότι άθελα του με χτύπησε στο πόδι. Ο πατέρας μου απάντησε:
- Γιατί δεν του έδινες και μια στο άλλο πόδι!
- Μα δεν έφταιγε, κυρ - Γιάννη.
- Θα έφταιγε μια άλλη φορά!


Ήταν φανατικός Ολυμπιακός. Οι μισοί μαθητές έγιναν Ολυμπιακοί και οι υπόλοιποι μισοί από αντίδραση ΑΕΚτσήδες. ΠΑΟΚτσήδες και Παναθηναϊκοί δεν υπήρχαν τότε. Σε αντίθεση με την κ. Πόπη δεν πήγαινε στα σπίτια των χωριανών, δεν δεχόταν κεράσματα ή φαγητό. Στο μάθημα του επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Προσπαθούσε να έχουμε συμμετοχή όλοι μας και παρόλο που κρατούσε βέργα, σπάνια τη χρησιμοποιούσε.
            Στο χωριό δίδαξε μία δεκαετία και έφυγε. Κάποια στιγμή αργότερα οχτώ με δέκα χρόνια τον συνάντησε κάποιος, αν και φαλακρός, τον αναγνώρισε τον παλιό μαθητή του και τον φώναξε με το ονοματεπώνυμο του. Όταν πέθανε θυμάμαι ότι ειδοποιήθηκε η κοινότητα και χτύπησε νεκρικά η καμπάνα για να το μάθουν οι χωριανοί. Πράγματι λυπήθηκε γιατί έφυγε ένας άξιος άνθρωπος που χάραξε τα παιδικά μας χρόνια.
Παλαίστρα (πάλη με λάδι)
            Ήταν ένα έθιμο που το έφεραν οι χωριανοί μας από την Αν. Θράκη. Γινόταν κάθε χρόνο στις 24 Αυγούστου το απόγευμα, την επόμενη του πανηγυριού μας. Τα πρώτα χρόνια ο κόσμος ερχόταν με τα κάρα από τα γύρω χωριά, τα έβαζαν στις άκρες γύρω από τη πλατεία, η οποία ήταν τεράστια, έκαναν έναν μεγάλο κύκλο με πασσάλους και σχοινιά, μαζευόμαστε σε σειρές, μπροστά οι κοντοί, πίσω οι ψηλοί και παρακολουθούσαμε την παλαίστρα. Υπήρχαν μερακλήδες του αθλήματος, οι οποίοι αποτελούσαν την επιτροπή. Η πάλη άρχιζε με μικρούς παλαιστές κατέληγε τελευταία με τους πρωτοπαλαιστές. Ένας από αυτούς ήταν ο μουσουλμάνος από το Εύλαλο, ο Σαμπρή. Για να έρθει στην πάλη περνούσε από το ποτάμι, τον Νέστο. Ήταν εξαιρετικός αθλητής με ήθος, με αθλητικό παράστημα. Οι χωριανοί τον θεωρούσαμε δικό μας άνθρωπο. Τον καταχειροκροτούσαμε γιατί πάντα κέρδιζε, αλλά στο τέλος άρχισαν να τον παίζουν αντιαθλητικά και σιγά - σιγά αποσύρθηκε.
            Η αμοιβή τους για την πάλη ήταν ότι μπορούσαν να μαζέψουν, κρατώντας μια πετσέτα σε σχήμα σακούλας και γυρίζοντας στους θεατές. Ως έπαθλο η κοινότητα έβαζε κάποιο ζώο. Οι αθλητές φορούσαν κοντό παντελόνι που έφτανε ως το γόνατο (κιοσπέτ). Στη μέση ήταν χοντροραμμένο, από εκεί μπορούσαν να πιαστούν. Ήταν αλειμμένοι με λάδι. Νικητής ήταν αυτός που η πλάτη του αντιπάλου "θα έπιανε" χώμα. Η πάλη αυτή ήθελε περισσότερη τέχνη (τσαλίμια) παρά δύναμη.

Νέα Καρυά 23-10-2014

Πουλουκτσής Στέλιος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου