Σάββατο 26 Αυγούστου 2017

Αναμνήσεις - Παλιάτσου - Τζαμπάζη Ευαγγελία



Γεννήθηκα το 1942 στο Καρά- Μπεή (Νέα Καρυά) στις 15 Οκτωβρίου. Οι γονείς μου είναι ο Πέτρος Παλιάτσος που γεννήθηκε στην Καρυά της Ανατολικής Θράκης το έτος 1906. Η μάνα μου είναι η Τριανταφυλλιά το γένος Μπρούσαλη Αποστόλου και γεννήθηκε το έτος 1906 στην Πάνορμο. Το σόι της μάνας μου πήραν αυτό το επώνυμο γιατί κατάγονταν από την Προύσα. Το κανονικό τους επώνυμο ήταν Αναστασιάδης.
Ο πατέρας μου ήρθε πρόσφυγας το 1922 και μαζί με τον πεθερό μου, Σταύρο Τζαμπάζη, ήταν φίλοι. Με τη μαμά μου παντρεύτηκαν τον Αύγουστο του 1940. Ήταν μαζί τρεις μήνες και μετά έφυγε για τον πόλεμο. Ήταν ο δεύτερος γάμος και για τους δύο. Η πρώτη του γυναίκα ήταν από την Κεραμωτή. Απόκτησαν δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Δυστυχώς πέθαναν και οι τρεις τους. Τότε ο κόσμος αρρώσταινε εύκολα και πέθαινε.
Η μητέρα μου έμενε στο Μπέτλεσι (Δρυμούσο). Ο άντρας της με τον οποίο είχε τρία παιδιά και ένα στην κοιλιά, πέθανε κι αυτός το 1936. Το τέταρτο παιδί, ο Στέργιος, γεννήθηκε κοιλάρφανο το έτος 1937. Την εποχή εκείνη το ποτάμι παρέσυρε το χωριό (το πήρε) και αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει μαζί με τους άλλους χωριανούς, χήρα με τέσσερα παιδιά. Τότε όλες τις χήρες τις μάζεψαν στη Χρυσούπολη και τις έβαλαν σε αποθήκες.
Με προξενιό και λόγω ανάγκης παντρεύτηκε τον πατέρα μου και εγκαταστάθηκε στη Νέα Καρυά. Με την κήρυξη του πολέμου ο πατέρας μου, όπως και άλλοι χωριανοί, επιστρατεύθηκε. Υπηρέτησε σε εμπόλεμη περιοχή. Όπως μας διηγούνταν η μάνα του, γύρισε μετά τρεις μήνες με κρυοπαγήματα στα πόδια. Την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής γεννήθηκα κι εγώ, στις 15 Οκτωβρίου του 1942. Το σπίτι μας ήταν απέναντι στην εκκλησία. Πουλουκτσαίϊκα και Παλιατσαίϊκα ήταν δίπλα δίπλα, απέναντι από την εκκλησία.
(φωτό στο σπίτι τον παπά)
Ο παπα-Απόστολος Πουλουκτσής ήταν νονός του άνδρα μου. Ο μπαμπάς μου με τα αδέρφια τους είχαν κοπάδι κατσίκια και το μαντρί ήταν απέναντι από την άλλη μεριά του ποταμού. Πήγαινε με το αμάξι και μέσα στα δεμάτια με το σανό για τα ζώα, έβαζε κρυφά τρόφιμα για τους αντάρτες του καπετάν Ανδρέα, οι οποίοι είχαν το λημέρι τους στο χωράφι του θείου μου (αδελφού του πατέρα μου). Κάποιος από το χωριό δυστυχώς το πρόδωσε στους Βούλγαρους. Έτσι, όταν ήμουν 15 μηνών, ένα βράδυ που είχαμε γλέντι στο σπίτι, ήρθαν οι Βούλγαροι στρατιώτες που τους συνόδεψε ο Φώτης Κολοφώτης. Όταν άκουσε να τον φωνάζουν, είπε στην μαμά μου: «Τριανταφυλλιά, αυτός είναι ο Φώτης που με φωνάζει, αλλά δεν είναι για καλό». Εκείνη τον παρότρυνε να φύγει από την πίσω πόρτα και να κρυφτεί στα Πουλουκτσαίϊκα, αλλά δεν το έκανε για να μην κινδυνέψει η οικογένειά τους. Μην ξεσπάσουν οι στρατιώτες στη γυναίκα και τα παιδιά του. Πηγαίνοντας η μητέρα μου, καθώς αποχωρίζονταν να του δώσει το πανωφόρι, ένα Βούλγαρος τη χτύπησε με το όπλο και της έσπασε το χέρι. Από εκεί και πέρα δεν τον ξαναείδαμε. Δεν μαρτύρησε, παρά τα βασανιστήρια, που ήταν το λημέρι των ανταρτών και στο τέλος τον εκτέλεσαν και τον πέταξαν στο δάσος. Ο νονός μου (ο παπά- Απόστολος) πήγε στον Βούλγαρο πρόεδρο τον Τσιτάκωφ και ζήτησε να του δείξει πού είναι το πτώμα (ο νεκρός). Αυτός έδωσε άδεια και τους υπέδειξε το σημείο. Ο ιερέας, ο θείος του Στυλιανός Καποννάς και η μάνα μου πήγανε να τον βρουν αλλά δυστυχώς δεν τον βρήκαν γιατί τα ζώα είχαν σκυλεύσει το πτώμα του. Ήταν Φεβρουάριος του 1944 και μάλλον ήταν ο πρώτος και ο μοναδικός νεκρός του χωριού μας στη βουλγαρική κατοχή. Παρόλο που μου έλειπε ο πατέρας μου, μεγάλωσε με πολύ αγάπη από τα μεγάλα αδέρφια μου και τη μαμά μου.
Όταν άρχισα να πηγαίνω στο σχολείο και έβλεπα τα άλλα παιδιά να τρέχουν να αγκαλιάζουν τους μπαμπάδες τους, πήγαινα στο σπίτι και έκλαιγα. Ρωτούσα τη μαμά μου «εγώ γιατί δεν έχω μπαμπά;». Κι εκείνη απαντούσε: «Μας τον πήρε ο Θεός». Στα δέκα μου χρόνια, στο νέο χωριό, ζήσαμε στην ίδια γειτονιά με τους Μοναστηρακιώτες, θύματα πολέμου (από την ομαδική εκτέλεση). Τότε έμαθα ότι ο μπαμπάς σκοτώθηκε. Τον τρόπο τον έμαθα πολύ αργότερα.  
Σχολείο πήγα το 1948 στον εδώ οικισμό. Την εποχή εκείνη είχε τελειώσει το νέο σχολείο, αλλά υπήρχε το δωμάτιο φτιαγμένο με βεργιές και πλακίδια. Σε αυτό το δωμάτιο δίνονταν το συσσίτιο. Το πρωί μας έδιναν γάλα σκόνη και η κυρία Δέσποινα Κυριατζή μας γέμιζε τα μαστραπαδάκια. Μας έδιναν κάτι κάψουλες για δυναμωτικά, ήμασταν όλα ατροφικά. Πήγα Α΄τάξη στο νέο σχολείο. Πρέπει στην Α΄τάξη να είχα την κυρία Πόπη. Στη Γ΄ τάξη πρέπει να είχα έναν δάσκαλο από την Καβάλα, τον κύριο Κώστα. Στη Δ΄τάξη είχα πάλι την κυρία Πόπη. Στην Ε και στη ΣΤ΄τάξη είχα τον κύριο Χρήστο Καριοφύλλη. Ο Καριοφύλλης ήταν πολύ καλός και μας αγαπούσε πολύ. Ήταν πολύ καλός. Του μαγείρευε η κυρία Δέσποινα και μερικές φορές, όταν δεν μπορούσε, του μαγείρευαν οι δικοί μας. Πηγαίναμε οι μεγάλες μαθήτριες και καθαρίζαμε το δωμάτιό του. Έμενε στο οίκημα, ένα δωμάτιο της κοινότητας, το σημερινό νηπιαγωγείο.
Εκείνο που θυμάμαι είναι ότι κάναμε κι εμείς καλές γιορτές και τις οργάνωνε η κατηχήτρια, η κυρία Βούλα και ο κύριος Χρήστος. Γυμναστική μας έκανε ο Σασάκης, από Χρυσούπολη, πριν γίνει ταχυδρόμος. Άνοιγαν οι πόρτες και οι δύο αίθουσες γίνονταν μία. Στη μια γωνιά έμπαινε η εξέδρα. Τον Οκτώβριο, όταν ήταν καλός ο καιρός, γίνονταν έξω στη γωνιά, δυτικά. Ο νονός μου ερχόταν πάντα να με δει. Καθόταν πρώτη σειρά και έκλαιγε. Η μάνα μου δεν ήρθε ποτέ. Ήταν μόνο σπίτι και χωράφι. Όταν μεγάλωσα κατάλαβα …

Τζαμπάζη Ευαγγελία
Νέα Καρυά 29-10-2015


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου