Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

Αναμνήσεις - Κουφός Γεώργιος

     Ονομάζομαι Κουφός Γεώργιος του Νικολάου και γεννήθηκα το 1933 στο παλιό χωριό. Ήμουν Καραμπιώτης και όχι Καρυώτης. Ο πατέρας μου λεγόταν Νικόλαος και γεννήθηκε στην Αμυγδαλιά της Θράκης το 1901. Η μητέρα μου ήταν η Ασανιώ Αντώναρου γεννήθηκε το 1911  στη Μαΐστρο. Τους έδιωξαν οι Τούρκοι το 1922. Ο πατέρας μου έφυγε πιο μπροστά γιατί οι Τούρκοι ήθελαν να τον πάρουν φαντάρο και έφυγε για να μην στρατευτεί. Και ήρθε στο Καράμπεη. Βρήκε εδώ τον Θεοχάρη Τσακνιάρη και τον πήρε ως υπάλληλο στα χωράφια. Ήταν Έλληνας φαντάρος. Πολέμησε. Ήταν με το τελευταίο τάγμα στη Σμύρνη και πέρασε στη Χίο. Κατευθείαν ήρθε εδώ.

Σχολείο πήγα για έναν μήνα. Κηρύχθηκε ο πόλεμος, έγινε επιστράτευση, και μετά έκλεισαν τα σχολεία. Δασκάλους είχα τον Παπατσώτσο τον γέρο, από τη Γραβούνα και πριν τον πόλεμο στην Α’ τάξη δασκάλα είχα την Μαρίκα.
Μετά τον πόλεμο παρέλασαν πολλοί και με πληρωμή και του δημοσίου (ο Παπατσώτσος, ο Φαμφάνης, ο Αριστείδης  Γανίτης). Εδώ δεν έκανα καθόλου μάθημα. Εκεί στο παλιό χωριό συνέχισα. Μέναμε στο παλιό χωριό. Το δικό μας το σπίτι δεν το πήρε το ποτάμι (ήταν στον κάτω μαχαλά). Μετά την αποχώρηση των βουλγάρων εγκαταστάθηκαν οι κομμουνιστές στην περιοχή, αλλά για λίγους μήνες. Μετά έφυγαν κι αυτοί.
Ξαναπήγα σχολείο μάλλον το 1945-46. Θυμάμαι επίσης τη δασκάλα Κρεμμύδου Γεωργία. Πήγα ως τη Δ’ τάξη στο παλιό χωριό. Ήμαστε καμιά εικοσαριά παιδιά. Τα άλλα παιδιά φοιτούσαν στον νέο οικισμό σε ένα πρόχειρο σχολείο με βεργιά. Εδώ είχαν συσσίτιο. Μοίραζαν γάλα κακάο, σταφίδες, στο δικό μας τίποτα. Τους δασκάλους τους ταΐζαμε εμείς, κάθε μέρα τους πηγαίναμε φαΐ. Τους πλήρωναν οι γονείς μας.
Το 1948 ήρθε ο πατριός μου και το 1949 όλη η οικογένεια μετακομίσαμε και οι τελευταίοι από το παλιό χωριό. Μας έδωσαν οικόπεδο. Ο πραγματικός μου πατέρας πέθανε το 1930 από γρίπη. Πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα από τις αρρώστιες. Έτσι η μάνα μου ξαναπαντρεύτηκε. Τι να κάνει, χήρα με τέσσερα ορφανά, ήρθε και η βουλγαρική κατοχή και ξαναπαντρεύτηκε.
Στη βουλγαρική κατοχή (ήδη από τα εφτά μου φύλαγα γουρούνια) τράβηξα πολλά. Έφαγα δύο φορές ξύλο, με πυροβόλησαν να με σκοτώσουν, δύο φυσίγγια έριξαν. Οι αντάρτες μου έδιναν χάπια για την ελονοσία για να τα μοιράζω στις οικογένειές τους κρυφά. Κάποιος το πρόδωσε, ήρθαν δύο Βούλγαροι, με έκαναν καρτέρι και με έπιασαν. Με πήγαν στην κοινότητα. Έτσι με χτύπησαν, που έδωσαν δύο χαστούκια. Την άλλη φορά με έδειραν γιατί κάποιος Βούλγαρος έβρασε μια χελώνα. Καθώς περνούσα με σταμάτησε και μου έδωσε να φάω. «Βούλγαρος είμαι να τη φάω;» απάντησα και μου άστραψε κάτι χαστούκια…
Οι Βούλγαροι είχαν απαγορεύσει να πηγαίνουμε στο δάσος λόγω των ανταρτών. Το αγνόησα γιατί ο θείος μου Γιώργος Λίτσος αντάρτης μου ζήτησε κάτι να του φέρω. Όταν γυρνούσα στο γιάρι (την όχθη) με είδαν από το φυλάκιο και έριξαν μια σφαίρα. Πήγε στο νερό. Η δεύτερη χτύπησε το χώμα και το σήκωσε ανάμεσα στα πόδια μου. Τότε κατάλαβα και βούτηξα στο ποτάμι, σύρθηκα εκατό μέτρα και κρύφτηκα. Έτσι γλίτωσα. Αυτά έγιναν όταν έγινα δέκα χρονών.
Πλημμύρες
Ερχόταν το ποτάμι και έφερνε πάρα πολύ νερό, έριχνε τα σπίτια στον πάνω μαχαλά και έπεφταν και χάνονταν. Στον δικό μας μαχαλά γέμιζαν νερά αλλά δεν έπεφταν. Θυμάμαι το διώροφο σπίτι του Αντώνη Γεωργαλά που βούλιαξε, έκατσε κάτω και εξαφανίστηκε. Σωστός χείμαρρος. Πολύ νερό. Φοβόμαστε μήπως κι εμείς πάθουμε τα ίδια αλλά τι μπορούσαμε να κάνουμε. Πού μπορούσαμε να πάμε.
Πάλη με λάδι
Θυμάμαι την παλαίστρα, τους Σερραίους παλαιστές και τον Σαμπρή από το Εύλαλο. Έμενε μπροστά στο χωριό, μπαίνοντας δεξιά. Τα ξέρω τα μέρη, ήμουν αγροφύλακας. Το 1964 έγινα αγροφύλακας. Οι Καρυώτες είχαν χωράφια και πέρα από τον Νέστο. Την εποχή που δεν είχε πολλά νερά το ποτάμι, ο κόσμος περνούσε με τα πόδια. Εγώ πήγαινα με το μηχανάκι από τη γέφυρα.
Ο Σαμπρή ήταν καλός παλαιστής, τον αγαπούσαμε σαν δικό μας. Παλιά είχαμε δυνατό παλαιστή, δικό μας από το χωριό. Ο Σταύρος ο Πεχλιβάνης (Ορτακτσής) ήταν γερός παλαιστής.
Νέα Καρυά
6-11-2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου