Γεννήθηκα στον Πρίνο Θάσου (Καζαβίτι) το 1938. Ο πατέρας
μου λεγόταν Δημήτριος και γεννήθηκε το 1911 στη Μαΐστρο της Ανατολικής Θράκης.
Η μητέρα μου ήταν η Ελένη Τυρολόγου από τη Θάσο και γεννήθηκε το 1915. Ο
πατέρας μου ήρθε πρόσφυγας το 1922. Το Κοτζά Ορμάν τράβηξε πολλούς. Ήταν το πιο
εύφορο μέρος. Το έσπερναν σιτάρι, μετά καλαμπόκι και μετά καρπούζια. Τρεις
καλλιέργειες σε μια χρονιά. Την εποχή ‘41-‘44 επί βουλγάρων είχε πολλή κάνναβη.
Κανείς δεν ήξερε τι ήταν. Δέντρα ολόκληρα. Από τις φλούδες κάναμε τόξα και
παίζαμε.
Έκανε σπίτι καλό, πολύ καλό που αργότερα το
κάψανε οι Βούλγαροι (στον κάτω μαχαλά). Τέσσερα αδέρφια ήρθαν μαζί. Ο μεγάλος,
ο Βασίλειος (έκανε τον κτηνίατρο) δεύτερος ο πατέρας μου, ο Γιάννης και ο
Γιώργος. Ο πατέρας μου παντρεύτηκε στη Θάσο κι έτσι γεννήθηκα εκεί. Ζούσε όμως
εδώ γιατί ήταν τα χωράφια του εδώ. Μπορεί να γεννήθηκε στη Θάσο αλλά μεγάλωσα
εδώ ως εφτά οχτώ χρονών. Θυμάμαι όταν ήρθαν οι Βούλγαροι να κάψουν το σπίτι μας
και μας πέταξαν στο χιόνι. Πρέπει να ήταν το ’43. Μας πήραν όλα τα ζώα. Στο
υπόγειο είχαμε σιτάρια, πατάτες. Όλα ψηθήκανε. Την άλλη μέρα τρώγαμε ψητές
πατάτες. Σαράντα σπίτια κάψανε τις νύχτες εκείνες από τον ίδιο μαχαλά. Όσων
ήταν μέσα στο Κοτζά Ορμάν και πολεμούσαν τους Βούλγαρους. Οι αξιωματικοί θέλαν
να μας κάψουν ζωντανούς αλλά μας έβγαλαν κάποιοι βούλγαρουι στρατιώτες. Δεν θα
ξεχάσω τον συγκεκριμένο που έκλαιγε. Οι περισσότεροι από τους αντάρτες ήταν
υπερασπιστές των οχυρών Ρούπελ που όταν παραδόθηκαν τα οχυρά επέστρεψαν και
βρήκαν καταφύγιο στο δάσος.
Μετά τους Βούλγαρους έφυγα στη Θάσο. Επί
Μαρκεζίνη αποψιλώθηκε το μεγαλύτερο μέρος του δάσους του Κοτζά Ορμάν. Το δάσος
ήταν σωστή ζούγκλα. Οι Βούλγαροι είχαν προσπαθήσει να κάψουν αρκετές φορές το
δάσος αλλά δεν τα κατάφεραν. Δεν είχε πεύκα. Καιγόταν ένα μέρος και έσβηνε από
μόνο του. Είχε λύκους, τσακάλια, πολλά πουλιά, αγριογούρουνα, λαγούς και φίδια.
Θυμάμαι την τουλούμπα του χωριού στην πλατεία
όπου με τα λαΐνια παίρναμε νερό. Στην αγελαριά απέναντι από τον Μύλο του
Πουλουκτσή είχε μια μικρή πλατεία που παίζαμε ποδόσφαιρο. Η μπάλα ήταν
φτιαγμένη από πανιά. Παίζαμε ο πάνω και ο κάτω μαχαλάς. Πήγα για μία χρονιά στο
εδώ σχολείο και μετά φύγαμε. Είχα δασκάλα την Πόπη. Ένας λόγος που έφυγα ήταν η
δασκάλα, γιατί δεν κάναμε καθόλου μάθημα, έπλεκε συνέχεια. Βαριόμουν. Έμεινα
στη Θάσο με τη γιαγιά μου και εκεί είχα την τύχη να έχ ω δάσκαλο τον κ.Πίτα που
σε αυτόν οφείλω το ότι έγινα αργότερα.
Ο πατέρας μου, η μητέρα μου και τα αδέρφια μου
έμειναν στο Καρά Μπεή, μόνο εγώ πήγα στη Θάσο. Οι δικοί μου μετεγκαταστάθηκαν
στον νέο οικισμό σε σπίτι που μας έδωσε ο εποικισμός επειδή ήμαστε πυροπαθείς
(επί Βουλγάρων). Στην αγελαριά θυμάμαι τα κοπάδια βουβαλιών. Θύμιζε σκηνές από
καουμπόικη ταινία. Κι εμείς είχαμε βουβάλια. Πίναμε βουβαλίσιο γάλα. Σε
τσαντίλα το κρεμούσανε για να γίνει τυρί. Πίνανε αριάνι. Κάθε οικογένεια ήταν
αυτόνομη. Με κότες, φούρνο, κήπο, λαχανικά, γάλα και κρέας.
Καμίλης Μιχάλης
11-3-2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου