Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2017

Αναμνήσεις - Καμίλης Μιχάλης


Έκανε σπίτι καλό, πολύ καλό που αργότερα το κάψανε οι Βούλγαροι (στον κάτω μαχαλά). Τέσσερα αδέρφια ήρθαν μαζί. Ο μεγάλος, ο Βασίλειος (έκανε τον κτηνίατρο) δεύτερος ο πατέρας μου, ο Γιάννης και ο Γιώργος. Ο πατέρας μου παντρεύτηκε στη Θάσο κι έτσι γεννήθηκα εκεί. Ζούσε όμως εδώ γιατί ήταν τα χωράφια του εδώ. Μπορεί να γεννήθηκε στη Θάσο αλλά μεγάλωσα εδώ ως εφτά οχτώ χρονών. Θυμάμαι όταν ήρθαν οι Βούλγαροι να κάψουν το σπίτι μας και μας πέταξαν στο χιόνι. Πρέπει να ήταν το ’43. Μας πήραν όλα τα ζώα. Στο υπόγειο είχαμε σιτάρια, πατάτες. Όλα ψηθήκανε. Την άλλη μέρα τρώγαμε ψητές πατάτες. Σαράντα σπίτια κάψανε τις νύχτες εκείνες από τον ίδιο μαχαλά. Όσων ήταν μέσα στο Κοτζά Ορμάν και πολεμούσαν τους Βούλγαρους. Οι αξιωματικοί θέλαν να μας κάψουν ζωντανούς αλλά μας έβγαλαν κάποιοι βούλγαρουι στρατιώτες. Δεν θα ξεχάσω τον συγκεκριμένο που έκλαιγε. Οι περισσότεροι από τους αντάρτες ήταν υπερασπιστές των οχυρών Ρούπελ που όταν παραδόθηκαν τα οχυρά επέστρεψαν και βρήκαν καταφύγιο στο δάσος.
Οι Βούλγαροι κατά την αποχώρησή τους το φθινόπωρο του ’44 φόρτωσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν από το πλιάτσικο. Οι αντάρτικες ομάδες του καπετάν Ανδρέα και καπετάν Βαγγέλη τους σταμάτησαν στη διασταύρωση. Ξεφόρτωσαν όλα τα πράγματα και τα μοίρασαν στον κόσμο. Οι Βούλγαροι έφυγαν με άδεια χέρια. Από το φθινόπωρο του ’44 ως την άνοιξη του ΄45 τον έλεγχο τον είχε το ΕΑΜ. Όσο ήταν οι Βούλγαροι ο ποταμός ήταν ανεβασμένος, φουσκωμένος. Τους χειμώνες είχε νερό ως το γόνατο. Είχε πλημμύρες και βουητό συνέχεια. Βούλιαζες μέσα.
Μετά τους Βούλγαρους έφυγα στη Θάσο. Επί Μαρκεζίνη αποψιλώθηκε το μεγαλύτερο μέρος του δάσους του Κοτζά Ορμάν. Το δάσος ήταν σωστή ζούγκλα. Οι Βούλγαροι είχαν προσπαθήσει να κάψουν αρκετές φορές το δάσος αλλά δεν τα κατάφεραν. Δεν είχε πεύκα. Καιγόταν ένα μέρος και έσβηνε από μόνο του. Είχε λύκους, τσακάλια, πολλά πουλιά, αγριογούρουνα, λαγούς και φίδια.
Θυμάμαι την τουλούμπα του χωριού στην πλατεία όπου με τα λαΐνια παίρναμε νερό. Στην αγελαριά απέναντι από τον Μύλο του Πουλουκτσή είχε μια μικρή πλατεία που παίζαμε ποδόσφαιρο. Η μπάλα ήταν φτιαγμένη από πανιά. Παίζαμε ο πάνω και ο κάτω μαχαλάς. Πήγα για μία χρονιά στο εδώ σχολείο και μετά φύγαμε. Είχα δασκάλα την Πόπη. Ένας λόγος που έφυγα ήταν η δασκάλα, γιατί δεν κάναμε καθόλου μάθημα, έπλεκε συνέχεια. Βαριόμουν. Έμεινα στη Θάσο με τη γιαγιά μου και εκεί είχα την τύχη να έχ ω δάσκαλο τον κ.Πίτα που σε αυτόν οφείλω το ότι έγινα αργότερα.
Ο πατέρας μου, η μητέρα μου και τα αδέρφια μου έμειναν στο Καρά Μπεή, μόνο εγώ πήγα στη Θάσο. Οι δικοί μου μετεγκαταστάθηκαν στον νέο οικισμό σε σπίτι που μας έδωσε ο εποικισμός επειδή ήμαστε πυροπαθείς (επί Βουλγάρων). Στην αγελαριά θυμάμαι τα κοπάδια βουβαλιών. Θύμιζε σκηνές από καουμπόικη ταινία. Κι εμείς είχαμε βουβάλια. Πίναμε βουβαλίσιο γάλα. Σε τσαντίλα το κρεμούσανε για να γίνει τυρί. Πίνανε αριάνι. Κάθε οικογένεια ήταν αυτόνομη. Με κότες, φούρνο, κήπο, λαχανικά, γάλα και κρέας.

Καμίλης Μιχάλης
11-3-2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου